Ξύπνησαν το πρωί κατά τις δέκα, ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ τον ύπνο που δεν ήθελαν να σηκωθούν από το κρεβάτι, κάποια στιγμή το πήρε απόφαση ο Νικ και πήγε να κάνει μπάνιο, η Κέλι άνοιξε την τηλεόραση να χαζέψει μέχρι να μπει και αυτή με την σειρά της, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό κάθισε και είδε κινούμενα σχέδια, σήμερα ένιωθε σαν μικρό παιδί, ήθελε να την νταντέψουν, σκέφτηκε τη μαμά και τον μπαμπά της, είχε καιρό να τους επισκεφθεί, τόνισε στον εαυτό της να ρωτήσει τον Νικ αν θέλει να πάνε αύριο μια βόλτα, εμφανίστηκε από το μπάνιο με μια πετσέτα μόνο, τα νερά έσταζαν πάνω στο σώμα του και γυάλιζαν από το φως που έμπαινε από το παράθυρο, πήγε κοντά της
''Τι κάνεις εδώ εσύ; Σου έλειψα καθόλου;''
''Καθόλου, θα φάμε τίποτα;''
''Τι τραβάει η όρεξή σου;''
''Ότι θέλεις εσύ, πάω να κάνω ένα μπανάκι και όταν έρθω κανόνισε να είναι ήδη εδώ'' τον φίλησε στην μύτη και έφυγε, άνοιξε το ντουζ και κάθισε από κάτω για πολλή ώρα, με το που τελείωσε ένιωθε αναζωογονημένη, μπήκε στην τραπεζαρία και είδε ότι μόλις είχαν φέρει το πρωινό, ο Νικ είχε κάνει παραγγελία τοστ, φρυγανιές, βούτυρο, γάλα, μαρμελάδα, μέλι, χυμό και καφέ, η Κέλι τα είδε και της άνοιξε η ψυχή, δεν κρατήθηκε πολύ μόλις έφυγε το παιδί όρμησε στο τραπέζι, χωρίς καν να τον περιμένει ξεκίνησε άλειψε μερικές φέτες με βούτυρο και μέλι, άλλες με μαρμελάδα, χάθηκε μέσα στην όαση, ο Νικ την κοιτούσε παράξενα χωρίς να κάνει τίποτα, μετά από λίγο πήρε την απόφαση και της είπε
''Εκτός από αχόρταγη το βράδυ είσαι και το πρωί βλέπω''
''Έλα κάτσε, ακόμα δεν ξεκίνησα, τα ετοίμασα όλα για να μην παιδευόμαστε μετά, να τα φάμε κατευθείαν, άντε πεθαίνω της πείνας'' ο Νικ γέλασε με την καρδιά του από τον τρόπο που φερόταν η Κέλι
''Γιατί γελάς, τι έκανα;''
''Τίποτα, απλά με διασκεδάζει ο τρόπος σου, θα βάλεις καφέ;''
''Εχω βάλει ήδη, άντε κάτσε'' ο Νικ κάθισε και δεν μίλησε περίμενε να τελειώσει ο παραλογισμός της Κέλι, ξεκίνησε να τρώει και μόλις είδε ότι ηρέμησε λίγο την ρώτησε
''Κέλι μου, είσαι καλά, φέρεσαι λίγο παράξενα''
''Γιατί πρέπει να έχω κάτι; Είμαι ξεκούραστη, ευτυχισμένη και νιώθω σαν μικρό παιδί σήμερα. Είναι κακό;''
''Όχι, προς θεού, απλά παραξενεύτηκα με το φέρσιμό σου''
''Είμαι καλά, σήμερα δεν έχω δουλειά και θα περάσουμε τέλεια''
''Εντάξει, έλα να τελειώσουμε το πρωινό και να πάμε να μου δείξεις τα αξιοθέατα της πόλης, τόσες φορές έχω έρθει για δουλειά αλλά δεν έτυχε να τριγυρίσω''
''Ωραία, θα σε πάω όπου θέλεις, μόνο να σε ρωτήσω κάτι;''
''Βεβαίως, πες μου''
''Ξέρεις, πιθύμησα τους γονείς μου, μήπως θα ήθελες αύριο να περάσουμε μια βόλτα; Μην σε ανησυχεί για το τι θα πούνε, είναι απλό, είσαι συνεργάτης μου και σου κάνω μια περιήγηση στον τόπο μας''
''Δεν με πειράζει καθόλου, ίσα-ίσα θα μάθω και πως ήσουν μικρούλα''
''Σίγουρα, αν μπλέξεις με τον μπαμπά μου, θα σου πει όλη την ιστορία της ζωής μου''
''Καλά, άσε τώρα το αύριο, σήμερα που θα πάμε;''
''Τι λες να σε πάω μια βόλτα στο Αλκατράζ; Σου αρέσει η ιδέα;''
''Δεν θα έλεγα όχι, είναι κάτι που ήθελα να δω από καιρό''
''Τελειώνουμε το φαγητό, ντυνόμαστε, πεταγόμαστε στο σπίτι, αλλάζω και φεύγουμε για Αλκατράζ, οκ;''
''Οκ, πάω να ντυθώ''
''Έρχομαι και εγώ'' σε ένα τέταρτο ήταν και οι δύο έτοιμοι για να πάνε στο σπίτι της Κέλι, μόλις έφτασαν μπήκαν γρήγορα-γρήγορα μέσα, η Κέλι ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα, μέσα στην βιασύνη της πάλι χτύπησε στην καρέκλα που ήταν δίπλα στην ντουλάπα, το παράβλεψε και μπήκε να διαλέξει τα ρούχα της, βρήκε μια λινή παντελόνα, ένα μπλουζάκι που τόνιζε το ντεκολτέ της, βάφτηκε ελαφρά και ήταν έτοιμη, κατέβηκε, ο Νικ την περίμενε βλέποντας ειδήσεις, είχε απορροφηθεί και δεν την κατάλαβε, πήγε από πίσω του και τον αγκάλιασε, ο Νικ πετάχτηκε μέχρι επάνω
''Με πέθανες δεν σε κατάλαβα που κατέβηκες, ήμουν αφοσιωμένος στην τηλεόραση''
''Τι βλέπεις με τόση προσοχή;''
''Μιλούσαν για την υπόθεσή μας, είναι λέει αγανακτισμένοι που δεν έχουμε βρει ακόμη κάτι''
''Έλα τώρα Νικ, ξέρω ότι η υπόθεση είναι σοβαρή, μην ξεχνάς ότι είναι και προσωπική δική μου, αλλά σήμερα και αύριο δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα για αυτό, μετά από τόσον καιρό περνάω τόσο ωραία...''
''Με συγχωρείς, πάμε να φύγουμε και τα βλέπουμε ξανά την Δευτέρα'' μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν ,η πρύμνη που έπαιρνες το καραβάκι ήταν μισή ώρα δρόμος με το αυτοκίνητο από το σπίτι της, κάθε μια ώρα είχε δρομολόγιο για το Αλκατράζ, απόλαυσαν την διαδρομή μέχρι να φτάσουν, άφησαν το αυτοκίνητο στο παρκινγκ και πήγαν να πάρουν το καραβάκι, η θάλασσα ήταν όμορφη και τους κουνούσε σαν μαμά το παιδί της στην κούνια, τόσο απαλά, μόλις πάτησαν το πόδι τους στην στεριά ο ξεναγός τους περίμενε, τους μάζεψε όλους και ξεκίνησαν την περιήγηση, τους έδειξε τα κελιά, τα γραφεία των αστυνομικών, το ιατρείο, τους έβαλε σε ένα κελί και τους κλείδωσε μέσα για δέκα λεπτά για να καταλάβουν πως μπορεί να ένιωθαν οι φυλακισμένοι, το πιο ανατριχιαστικό ήταν ο διάδρομος και το δωμάτιο της ηλεκτρικής καρέκλας, σου έφερνε ένα ρίγος και δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί, ύστερα τους έβγαλε στο προαύλιο, τριγύρισαν για αρκετή ώρα ώσπου άκουσαν το φουγάρο από το καραβάκι, μαζεύτηκαν ξανά όλοι επιβιβάστηκαν και γύρισαν πίσω.
Η ώρα ήταν μία και μισή όταν έφτασαν, ο Νικ και η Κέλι αποφάσισαν να πάνε για φαγητό στην οδό Τζάμπερ η οποία είχε πολλά εστιατόρια και επίσης υπήρχε το μεγαλύτερο παζάρι στην πόλη, κάθισαν έφαγαν, συζήτησαν και αργότερα έκαναν την βόλτα τους, η Κέλι αγόρασε κάποια πράγματα για το βραδινό τους που είχε υποσχεθεί στον Νικ ότι θα του ετοίμαζε, πήγαν για έναν καφέ σε μια παραλιακή καφετέρια και πέρασαν την περισσότερη ώρα τους γελώντας και βγάζοντας φωτογραφίες, σε κάποια στιγμή αποφάσισαν να φύγουν για να ξεκουραστούν λίγο, έφτασαν στο σπίτι, ήταν έξι η ώρα, η Κέλι έβαλε καφέ να γίνεται και έβαλαν στην τηλεόραση να δούνε το Jeopardy, ήταν το αγαπημένο τηλεπαιχνίδι και των δύο όταν προλάβαιναν να το δούνε, ήπιαν τον καφέ τους και η Κέλι αποφάσισε πριν ξεκινήσει το μαγείρεμα να πάρει τηλέφωνο την Τζίλ για να δει πως είναι η ψυχολογία της, σχημάτισε τον αριθμό και περίμενε να το σηκώσει''
''Παρακαλώ''
''Έλα κορίτσι μου, τι γίνεται, είσαι έτοιμη για την μεγάλη βραδιά;''
''Κέλι, σε σκεφτόμουν, έχω πολύ άγχος, αλλά προσπαθώ να είμαι συγκρατημένη''
''Το ήξερα, για αυτό σε πήρα, τι ώρα είναι το ραντεβού;''
''Στις εννιά θα έρθει να με πάρει''
''Ωραία, ντύσιμο και τα λοιπά τα τακτοποίησες ή θα περιμένεις πάλι τελευταία στιγμή;''
''Είναι όλα έτοιμα, θα σε αφήσω τώρα, πρέπει να κάνω μπάνιο και να ετοιμαστώ, θα σε πάρω αύριο το πρωί''
''Εντάξει γλυκιά μου, θα περιμένω''
Πήγε στην κουζίνα και άρχισε το μαγείρεμα, θα έκανε αρνάκι στο φούρνο με μακαρονάκι, μια σαλάτα δική της επινόησης μεν αλλά με βασική συνταγή την Ceasar's, όταν τελείωσε είχε πάει δέκα η ώρα, φώναξε τον Νικ αλλά αυτός δεν απάντησε, πήγε στο σαλόνι και είδε ότι τον είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, πήγε κοντά του και του έδωσε ένα φιλί για να τον ξυπνήσει, με το που ένιωσε το φιλί ο Νικ άνοιξε τα μάτια του και την είδε από πάνω του να τον κοιτάζει, σηκώνει τα χέρια του την αρπάζει και την ρίχνει στην αγκαλιά του, η Κέλι άρχισε να διαμαρτύρεται
''Νικ, θα κρυώσει το φαγητό, μην αρχίζεις τα χαζά, θα φάμε και μετά θα παίξουμε''
''Μου την χαλάς πολύ, αλλά τέλος πάντων, θα το αντέξω'' σηκώθηκε και πήγαν και οι δύο στο τραπέζι, είδε το αρνάκι με το μακαρονάκι στην πιατέλα και του άνοιξε κατευθείαν η όρεξη
''Το φαγητό φαίνεται θεσπέσιο, η σαλάτα τι έχει μέσα;''
''Λοιπόν, έχει μαρούλι, κοτόπουλο, κρουτόν, κρεμμυδάκι, αυγό, λεμόνι, λάδι, αλάτι και την ειδική σάλτσα που κάνω με αυγό σε σκόνη, λίγο άνηθο, μαγιονέζα και πολλή λίγη μουστάρδα. Έλα δοκίμασε, θα σου αρέσει''
''Θα κάνω μια προσπάθεια και ελπίζω να μην τρέχω στο νοσοκομείο''
''Έλα βρε χαζούλη, που θα τρέχεις, δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;''
''Να το σκεφτώ λίγο;''
''Δοκίμασε τώρα, γιατί αλλιώς θα το φάω όλο μόνη μου και δεν θα προλάβεις τίποτα''
''Καλά, καλά, δοκιμάζω'' έβαλε μια μπουκιά από την σαλάτα στο στόμα του και...
''Μμμμμμμμμμμμ! Έκανα λάθος τελικά είναι πεντανόστιμη''
''Είδες που σου έλεγα;''
''Παραδίνομαι, κάτσε τώρα να δοκιμάσω και το αρνάκι σου, είναι τέλειο''
''Επιτέλους ένα καλός λόγος'' συνέχισαν το φαγητό, μόλις τελείωσαν μάζεψαν το τραπέζι και έπλυναν μαζί τα πιάτα, ύστερα πήραν το κρασί, πήγαν και κάθισαν μπροστά στο τζάκι, συζητούσαν και τους ακολουθούσε μια απαλή μουσική που είχαν βάλει να παίζει, το βράδυ τους άφησε και τους βρήκε το πρωί μπροστά στο τζάκι να κοιμούνται αγκαλιασμένοι...
------------------------------------------------------
Η Τζίλ περίμενε με ανυπομονησία τον Ρότζερ να έρθει να την πάρει, δεν θα άντεχε για πολύ, από το άγχος της είχε κάνει τρύπα στο πάτωμα με το πέρα δώθε, κάποια στιγμή χτύπησε το κουδούνι, έτρεξε με φόρα και πριν φτάσει στο θυροτηλέφωνο σκόνταψε στο χαλί και έπεσε, μαρτύρησε την ώρα και την στιγμή που ήταν τόσο ανυπόμονη, μονολογούσε από μέσα της
''Τι χαζή που είμαι, λες και δεν ξέρω τον Ρότζερ, κάνω σαν δεκαεξάχρονο στο πρώτο του ραντεβού'' σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει, πάτησε το κουμπί και είπε στον Ρότζερ ότι κατεβαίνει, έβαλε το παλτό της και κατέβηκε.
Μόλις την είδε θαμπώθηκε, φορούσε ένα φουστάνι μακρύ μαύρο, είχε τα μαλλιά της μαζεμένα και κάτι σκουλαρίκια που της έφταναν μέχρι τον ώμο
''Αγάπη μου, τι όμορφη που είσαι, σήμερα λάμπεις''
''Ευχαριστώ Ρότζερ'' του είπε και τον φίλησε, μπήκαν στο αμάξι και ξεκίνησαν για το εστιατόριο, έφτασαν και άφησαν το αυτοκίνητο στο παιδί, μπήκαν μέσα και τους υποδέχτηκε η σάλα η οποία ήταν τόσο αρχοντική που η Τζίλ θαμπώθηκε
''Τι γλυκός που είσαι μωρό μου, τι όμορφο μέρος είναι αυτό''
''Τα πάντα για το κορίτσι μου''
''Σ' αγαπώ πολύ-πολύ''
''Και εγώ, έλα πάμε τώρα, μας περιμένει το τραπέζι μας'' πέρασαν μέσα, ο μετρ τους τακτοποίησε σε ένα τραπέζι όχι πολύ κεντρικό και τους έβαλε να καθίσουν, τους έφερε το κρασί, έβαλε λίγο στο ποτήρι του Ρότζερ, αυτός δοκίμασε λίγο, έγνεψε καταφατικά και έτσι ο σερβιτόρος σέρβιρε και τους δύο, παρήγγειλαν σολομό και θαλασσινά. Η ώρα πέρασε και αφού έφαγαν ο Ρότζερ φώναξε τον σερβιτόρο για να απασχολήσει για λίγο την Τζίλ μέχρι να βάλει το δαχτυλίδι στο ποτήρι της, μετά του έκανε νόημα ότι ήταν εντάξει και της είπε
''Έλα αγάπη μου να κάνουμε μια πρόποση στην αγάπη μας'' σήκωσαν τα ποτήρια, τα τσούγκρισαν και ήπιαν, της Τζίλ της έκατσε κάτι στο στόμα, το έβγαλε και κοίταξε το χέρι της, σήκωσε το κεφάλι της στον Ρότζερ, αυτός της πήρε το δαχτυλίδι από το χέρι, το καθάρισε με την πετσέτα, πήγε κοντά της, γονάτισε και της είπε
''Τζίλιαν Ντόνα Γουόλς, θα μου κάνεις την τιμή να γίνεις η γυναίκα της ζωής μου;'' η Τζίλ είχε δακρύσει από την ευτυχία της, σκούπισε τα μάτια της και του απάντησε
''Ναι, Ρότζερ Αλεξάντερ Κάροου, θα γίνω'' τον αγκάλιασε και τον φίλησε, όλο το εστιατόριο τους κοιτούσε και μόλις είπε το ναι η Τζίλ άρχισαν να χειροκροτούν.
Το υπόλοιπο βράδυ τους το πέρασαν ήσυχα, συζητώντας για την ζωή που τους περίμενε...
------------------------------------------
Η Κέλι σηκώθηκε γιατί άκουσε τα τελευταία ξύλα στο τζάκι να καταρρέουν από την στοίβα τους και να καταλήγουν κάρβουνα, σηκώθηκε έβαλε άλλα δύο να καίγονται και ξάπλωσε ξανά, αγκάλιασε τον Νικ, αυτός άνοιξε τα μάτια του και την χαιρέτησε
''Γεια σου, τι κάνεις εσύ εδώ;''
''Νικ, με κοροϊδεύεις ακόμα δεν ξύπνησες;''
''Σε πειράζω, έλα εδώ να σου κάνω παιχνιδάκια''
''Δεν θα μου κάνεις παιχνιδάκια, σήκω να πιούμε καφέ και να φύγουμε, θα πάμε στην Λέγκολαντ και μετά θα περάσουμε από τους γονείς μου, κατευθείαν για φαγητό θα τους πιάσουμε''
''Εντάξει, ζαβολιάρα''
''Άντε σήκω'' μπήκαν και οι δύο και έκαναν μπάνιο μαζί, ήπιαν τον καφέ τους και ετοιμάστηκαν να φύγουν.
Έκαναν μια ώρα για να φτάσουν στο πάρκο, με το που μπήκαν μέσα τους τύλιξε η ζεστασιά του κόσμου των παιδιών, έπαιξαν και αυτοί με την καρδιά τους, τρενάκι, στο πλοίο των πειρατών, βγήκαν φωτογραφίες με τους ήρωες της Ντίσνεϋ, είδαν το σόου με τις φάλαινες και τις φώκιες και μόλις κατάλαβαν ότι ήταν εξαντλημένοι αποφάσισαν να φύγουν, μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το σπίτι των γονιών της Κέλι.
Έφτασαν, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και φώναξε
''Είναι κανείς εδώ;'' η μαμά της βγήκε από την κουζίνα και έτρεξε να την αγκαλιάσει
''Κέλι, πόσο μου έλειψες μωρό μου, για να σε δω λίγο''
''Έλα μαμά, δεν έχεις να με δεις και κανένα χρόνο, πάνε δύο βδομάδες μόνο''
''Χαίρομαι που σε βλέπω, να δεις πως θα κάνει ο πατέρας σου. Ο φίλος σου ποιος είναι;''
''Ο Νικ, είναι συνεργάτης μου και τον ξεναγώ στα μέρη μας, Νικ από εδώ η μητέρα μου, η Έλεν''
''Χάρηκα Έλεν, μου επιτρέπεις να σου μιλάω στον ενικό έτσι;''
''Βεβαίως, καλώς ήρθες στο σπίτι μας, ελάτε μέσα, μας προλάβατε ακριβώς στο φαγητό''
''Τι σου έλεγα;'' του έκανε με ένα νόημα η Κέλι, μπήκαν στην κουζίνα και εκείνη την ώρα ερχόταν ο μπαμπάς της από τον κήπο, έτρεξε και τον αγκάλιασε, έκανε τις συστάσεις με τον Νικ και κάθισαν να φάνε, ο Πίτερ άρχισε να αφηγείται ιστορίες από την θητεία του στην αστυνομία και μετά το γύρισαν στα παιδικά χρόνια της Κέλι, η ώρα πέρασε και δεν κατάλαβαν ότι είχε πάει έξι, αφού ήπιαν και τον καφέ τους η Κέλι ανέφερε ότι ο Ρότζερ έκανε πρόταση γάμου στην Τζίλ και έπρεπε να την πάρει τηλέφωνο να δει τι έγινε, η Έλεν χάρηκε τόσο πολύ που ήθελε να της μιλήσει και αυτή, την πήραν, η Τζίλ, τους είπε με το νι και με το σίγμα το τι έγινε, αργότερα έκλεισαν το τηλέφωνο και πήγαν ξανά μέσα, η Κέλι είπε στον Νικ να σηκωθεί για να φύγουνε, τους αποχαιρέτησαν και ξεκίνησαν για το σπίτι. Πέρασαν το υπόλοιπο βράδυ αγκαλιασμένοι μπροστά στην τηλεόραση με ένα μπουκάλι κρασί.
Η Κατερινούλα και η Βία κατά των Γυναικών
Πριν από 5 ώρες
8 σχόλια:
Δεν έπρεπε να το διαβάσω πεινασμένος. Θέλω κι εγώ από τη σαλάτα της Κέλι και αρνάκι.
Τουλάχιστον οι Ντετέκτιβ ξεκουράστηκαν, ελπίζω να τους βγει σε καλό.
Καλημέρα!
Κωνσταντίνε και εγώ όταν το έγραφα με έπιασε πείνα, μετά κατασπάραξα το ψυγείο, έφαγα και την σαλάτα της Κέλι :-)).
Ξεκουράστηκαν και τώρα ξεκινάνε τα δύσκολα, θα έχουν πολύ τρέξιμο.
Αχ, αχ, κι εγώ συμφωνώ με τον Κωνσταντίνο, μου άνοιξε η όρεξη! Αυτή η Κέλι έχει πολύ ταλέντο στη μαγειρική. Και κάτι μου λέει πως κι εσύ επίσης... :)
Ναι η σαλάτα είναι δικιά της συνταγή. Επίτηδες το κάνει επειδή έχω καιρό να φάω σπιτικό φαγητό.
χαχαχα.
Πάντως περιμένω να δω τι παιχνίδι θα παίξει πάλι ο Δολοφόνος. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον.
Καλημέρα!
Σούζη μου, ας πούμε ότι τα πάω αρκετά καλά με την μαγειρική, είναι το χόμπι μου, βάζω μεγάλη φαντασία.
Κωνσταντίνε, ναι η συνταγή είναι δική μου, αν θέλεις στείλε μου δ/νση να σου στείλω σπιτικό φαγητό με courier!!! :))
Το παιχνίδι του θα είναι πολύ κακό, η Κέλι θα τραβήξει πολλά, ο Νικ θα πάει στην Νέα Υόρκη για λίγες μέρες και εκεί θα γίνει όλη η δουλειά, όσο λείπει ο Νικ, αλλά θα τις προλάβει τελευταία στιγμή και θα βοηθήσει...
KAΛΗΜΕΡΑ.ΓΙΑ ΠΕΡΑΣΕ ΣΥΝΤΟΜΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΑΚΙ ΟΠΩΣ ΕΚΑΝΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ.
Τελικά αυτό το κεφάλαιο άφησε σε όλους μας ένα κενό στο στομάχι. Αχ ρε Κέλι χάθηκε ο κόσμος να μένεις στη Κρητη; χαχαχα...
Άντε γνώρισε και ο Νικ τα πεθερικά του. Έκανε καλή εντύπωση;
Μαρία Ρέθυμνο
Μαράκι,
έκανε καλή εντύπωση στα πεθερικά του, αλλά αυτοί δεν ξέρουν ότι έχουν κάτι μεταξύ τους, πίστεψαν την Κέλι ότι είναι συνεργάτης και ότι τον ξεναγεί. Όταν το μάθουν βέβαια η χαρά τους θα είναι απερίγραπτη, γιατί το κοριτσάκι τους επιτέλους θα νοικοκιρευτεί.
ΦΙΛΙΑ ΠΟΛΛΑ.
Δημοσίευση σχολίου