Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΝΤΡΙΙΙΝΝΝ!!! ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝ!!!
''Στο καλό σου για ξυπνητήρι'' η Κέλι σηκώθηκε το άρπαξε από το κομοδίνο και το πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου, αυτό ακούστηκε για ακόμη μια φορά πριν πέσει κάτω και σπάσει σε κομματάκια, ο Νικ γέλασε μαζί της, την πήρε στην αγκαλιά του, την φίλησε και την καλημέρισε,
''Τόσο νευρική είσαι το πρωί όταν ξυπνάς;''
'' Όχι Νικ, δεν είμαι νευρική, αλλά όταν έχω κοιμηθεί τόσο όμορφα το βράδυ με ενοχλεί αφάνταστα, έτσι που χτυπάει σαν χαζό, πάω να φτιάξω πρωινό, κάνε ένα μπανάκι αν θέλεις, έχει ζεστό νερό''
''Ωραία, μου χρειάζεται'' σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, η Κέλι κατέβηκε στην κουζίνα και άρχισε να ετοιμάζει, καφέ, τηγανίτες και αυγά, μετά από δέκα λεπτά ήρθε και ο Νικ νυχοπατώντας, δεν τον άκουσε γιατί ήταν αφοσιωμένη στις τηγανίτες, πήγε από πίσω της, την έσφιξε στην αγκαλιά του και την πείραζε
''Νικ, αν δεν σταματήσεις αμέσως, εκτός του ότι θα μου καούν δεν θα έχεις και να φας, γι' αυτό σταμάτα και κάτσε κάτω, συνεννοηθήκαμε;''
''Διατάξτε στρατηγέ μου, χρειάζεστε μήπως βοήθεια;''
''Ο καφές είναι έτοιμος, βάλε και σε δύο λεπτά θα είναι έτοιμα και τα άλλα'', έβγαλε τις τηγανίτες από το τηγάνι και έβαλε τα αυγά, μόλις έγιναν τα πήγε στο τραπέζι, κάθισαν να φάνε
''Από ότι βλέπω είσαι καλή και στην κουζίνα''
''Αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που θα σου ετοιμάσω αύριο το βράδυ, θα σου το έκανα σήμερα αλλά έχω ραντεβού με τα κορίτσια''
''Δηλαδή το βράδυ δεν θα το περάσουμε μαζί;''
''Ναι, από τις έντεκα και μετά, μας φτάνουν τρείς ώρες για να κουτσομπολέψουμε''
''Α! Αυτά κάνετε όταν βγαίνετε έξω, ε; Και εγώ τι θα κάνω μέχρι να βρεθούμε;''
''Θα μ’ επιθυμήσεις, θα σε αφήσω στο ξενοδοχείο το απόγευμα και μετά θα έρθω από εκεί το βραδάκι να σε βρω''
''Καλή είσαι, εσύ θα διασκεδάσεις και εμένα θα με αφήσεις μόνο μου''
''Μην είσαι παραπονιάρης, δεν θα σε αφήσω μόνο σου όλο το βράδυ, το μισό μόνο''
''Πιστεύω πως θα το αντέξω, τώρα τι κάνουμε;''
''Τρώμε, τι κάνουμε;''
'' Όχι βρε χαζούλα τώρα αυτή τη στιγμή, όταν θα φύγουμε που θα πάμε πρώτα;''
''Θα πάμε στο παρκάκι να πάρουμε το μήνυμα, μετά θα πάμε να αλλάξεις και κατευθείαν στο τμήμα, να εξετάσουμε τι λέει το γράμμα και τι δρόμο θα πάρουμε''
'' Όταν πάμε να αλλάξω θα ανέβεις και εσύ πάνω μαζί μου...;''
''Νικ, σοβαρέψου λίγο, θα ανέβω αλλά μόνο για να μην περιμένω μόνη μου κάτω''
''Με στενοχωρείς έτσι που με κάνεις''
''Θα σου περάσει, λοιπόν πάω να ντυθώ και φεύγουμε''
''Ν έρθω και εγώ;''
''Νιιικ...''
''Εντάξει'' νιαούρισε σαν πληγωμένο γατί ''θα δω λίγη τηλεόραση μέχρι να κατέβεις'' η Κέλι μπήκε γρήγορα έκανε ένα μπάνιο, ντύθηκε, βάφτηκε και σε ένα τέταρτο ήταν κάτω, ετοιμάστηκαν να φύγουν όμως ο Νικ πριν βγουν σταμάτησε στην πόρτα, η Κέλι γύρισε και του είπε
''Γιατί σταμάτησες;'' την αρπάζει και την φιλάει με τόσο πάθος που μόλις την άφησε η Κέλι ζαλίστηκε
''Αυτό για να ξέρεις τι θα πάθεις το βράδυ...'' άνοιξε την πόρτα και την έσπρωξε ελαφρά προς τα έξω ''άντε, κουνήσου θα αργήσουμε πολύ'' της χαμογέλασε, μπήκαν στο αυτοκίνητο, έφτασαν στο πάρκο και του είπε να περιμένει μέχρι να πάει στο παγκάκι για να πάρει το μήνυμα, μέτρησε τα παγκάκια
''ένα, δύο........έξι, στα δεξιά, αυτό είναι'' έψαξε από κάτω και βρήκε έναν φάκελο κολλημένο, το πήρε και έτρεξε στον Νικ ''το βρήκα, τι λες να γράφει μέσα;''
''Δεν ξέρω, άνοιξε το και θα μάθουμε'' έβγαλε τον φάκελο από την ζελατίνα, τον άνοιξε και άρχισε να διαβάζει
''Για να βρήκες αυτό το γράμμα σημαίνει ότι χθες το βράδυ κατάφερες και έσωσες κάποιον, Μπράβο ντετέκτιβ, τώρα η δουλειά σου είναι λίγο πιο δύσκολη, έχεις τέσσερις μέρες να πας στο χωριό Summerville, σου γράφω παρακάτω την διεύθυνση, θα μπεις στο σπίτι, θα κατέβεις στο κελάρι που είναι δίπλα στην κουζίνα, εκεί θα βρεις ένα στοιχείο το οποίο θα βοηθήσει και εσένα στο να λύσεις την υπόθεσή σου, αλλά και εμένα δίνοντάς μου την απόδοση της δικαιοσύνης που μου πρέπει, αν τα καταφέρεις, τότε θα είσαι πολύ τυχερή και εσύ αλλά και η φίλη σου, η δ/νση είναι Σάουθ 56, σου δίνω τέσσερις ημέρες για να πάρεις ρεπό το Σαββατοκύριακο και την Δευτέρα να ξεκινήσεις με καθαρό μυαλό. Θα τα πούμε σύντομα, να είσαι σίγουρη...''''
''Ωραία, μου δίνει και την άδεια να πάρω ρεπό, Θεέ μου που έχω μπλέξει;''
''Τι μπορεί να θέλει να πάρουμε από εκεί;''
''Δεν ξέρω Νικ, θα το μάθουμε την Δευτέρα, αυτό το χωριό δεν είναι πολύ μακριά από την πόλη, μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο''
''Την Δευτέρα θα ξεκινήσουμε νωρίς ώστε το μεσημέρι να έχουμε γυρίσει''
''Ναι, πάμε τώρα στο ξενοδοχείο'' η Κέλι έβαλε μπροστά το αμάξι και έφυγε με μεγάλη φόρα, σε δέκα λεπτά βρισκόταν στην πόρτα του ξενοδοχείου, έδωσε τα κλειδιά στον παρκαδόρο και ανέβηκαν επάνω, ο Νικ δεν καθυστέρησε πολύ, μπήκε στο μπάνιο, ξυρίστηκε, ντύθηκε και σε μισή ώρα ήταν έτοιμος, η Κέλι εν το μεταξύ καθόταν στο σαλονάκι και διάβαζε ένα περιοδικό για να περάσει η ώρα
''Εντάξει, τώρα που άλλαξα νιώθω καλύτερα, φεύγουμε;''
''Ναι, πάμε'' κατέβηκαν, έδωσαν το κλειδί στην ρεσεψιόν και πήγαν να πάρουν το αμάξι, τους το έφερε το παιδί, του έδωσαν δύο δολάρια για τον κόπο του και ξεκίνησαν, έφτασαν στο τμήμα και πήγαν κατευθείαν στο γραφείο της Κέλι, μόλις μπήκαν τους πρόλαβε ο Άρνι πριν καλά καλά κάτσουν
''Κέλι, Τζόουνς, καλημέρα, σας ψάχνει ο μεγάλος''
'' Έχει πολλή ώρα που μας ζήτησε;''
'' Όχι μόλις ήρθε και αυτός''
''Σε ευχαριστώ Άρνι θα πάμε τώρα να τον δούμε'' σηκώθηκαν και ανέβηκαν επάνω, χτύπησαν την πόρτα, άκουσαν από μέσα τον αρχηγό να λέει με την βαριά φωνή του
''Εμπρός, περάστε''
''Καλημέρα αφεντικό, πως τα πας;''
''Εγώ καλά, εσύ πες μου τι κάνεις, τι έγινε με την υπόθεση;''
''Βρήκαμε ποιος είναι, τώρα το θέμα είναι ότι θέλει να με στείλει σε ένα χωριό, μου άφησε ένα γράμμα και μου δίνει οδηγίες που να πάω και τι θα βρω''
''Δεν μου ανέφερες κάτι, ποιος είναι;''
''Ο Μπερκ, την θυμάσαι την υπόθεση αυτή; Τον βάλαμε μέσα πριν οχτώ χρόνια''
''Α! Ναι, σωστά, ήταν σχεδόν από τις πρώτες σου υποθέσεις''
''Ακριβώς, την Δευτέρα το πρωί θα ξεκινήσουμε νωρίς ώστε το μεσημέρι να είμαστε πίσω και να σε ενημερώσουμε για το τι καινούργιο υπάρχει''
''Πολύ καλά Κέλι, ότι και να γίνει να με κρατάς ενήμερο''
''Εντάξει αφεντικό, σε αφήνουμε τώρα να πάμε να δουλέψουμε και λίγο, γεια''
''Συγγνώμη, μια τελευταία ερώτηση, στον Νικ αναφέρομαι''
''Παρακαλώ, πείτε μου'' του απηύθυνε τον λόγο ο Νικ
''Αναφορά πότε δίνεις στους ανωτέρους σου;''
''Κοιτάξτε, η δουλειά μου δεν είναι να δίνω αναφορά στους ανωτέρους μου, η δουλειά μου είναι να λύνω τις υποθέσεις βοηθώντας την αστυνομία και μόλις βρεθεί η λύση τότε πηγαίνω και δίνω τα στοιχεία του πορίσματος, έτσι όταν έρθει η ώρα της δίκης να γνωρίζουμε και εμείς όλες τις εξελίξεις σε περίπτωση που μας φωνάξουν για μάρτυρες''
''Εντάξει Τζόουνς, σε ευχαριστώ, απλά ήθελα να μάθω αν έχεις κάποιο χρονικό περιθώριο''
''Το περιθώριο μου είναι όσο χρειάζεται, αλλά όσο πιο γρήγορα τόσο πιο καλά, καλημέρα σας''
''Γεια σας'' η Κέλι τον περίμενε έξω από την πόρτα αλλά τα είχε ακούσει όλα
''Απορώ πως σε άφησε να του μιλήσεις έτσι, ποτέ δεν το κάνει αυτό''
''Μην ξεχνάς όμως αγαπητή μου Κέλι ότι είμαι ανώτερος του, αυτός είναι αρχηγός σε ένα τμήμα και εγώ είμαι ειδικός πράκτορας του FBI, δεν μπορεί να μου μιλάει όπως θέλει''
'' Έχεις δίκιο και να σου πω καλά του έκανες, το χρειαζότανε'' πήγαν ξανά στο γραφείο, παρήγγειλαν καφέ, η Κέλι φώναξε την Μάρσι, μέσα σε πέντε λεπτά εμφανίστηκε
''Καλημέρα Κέλι, κύριε Τζόουνς, τι με ήθελες;''
''Μάρσι, θέλω να παρακολουθείς το κινητό μου βάλε το μέσα στο σύστημα, από το σταθερό δεν κάναμε τίποτα, εντάξει;''
''Ναι, βέβαια, θα το κάνω αμέσως''
''Σ' ευχαριστώ, μπορείς να πηγαίνεις''
''Τι γλυκό κοριτσάκι, είναι πολύ καιρό στο τμήμα; Φαίνεται μικρή''
''Μήπως θέλεις να σου την κάνουμε και προξενιό, αν είναι πες το μου να το ξέρω. Έχει στο τμήμα ένα εξάμηνο, είναι είκοσι ένα χρόνων''
''Στο καλό μου πέφτει λίγο μεγάλη'' την κορόιδεψε, η Κέλι πήρε βαθειά αναπνοή για να ηρεμήσει και του έδωσε μια κλωτσιά κάτω από το γραφείο
''Αυτό για να μάθεις να κάνεις καμάκι μπροστά μου''
''Σα δεν ντρέπεσαι λίγο, θέλεις να μου στερήσεις τα τυχερά μου;''
''Αν είναι έτσι να την φωνάξω και να σας κλείσω ραντεβού για το βράδυ, δεν έχω κανένα πρόβλημα, θέλεις;''
''Ναι, μήπως θα έρθεις και εσύ για να μας κρατάς το φανάρι;''
'' Άντε βρε από εδώ, άσε τώρα τα χαζά να πιάσουμε δουλειά''
''Τα αφήνω αλλά το βράδυ θα μου το πληρώσεις που δεν με αφήνεις να χαρώ κάτι ωραίο'' την πείραξε ξανά
''Λοιπόν, θα δώσω το γράμμα στον γραφολόγο για να σιγουρευτούμε ότι είναι ο Μπερκ αυτός που το έγραψε, πάω δύο λεπτά στον Άρνι και γυρνάω''
''Σε περιμένω'' πήγε και βρήκε τον Άρνι να μιλάει με μια κοπέλα
'' Άρνι μπορώ να σου δώσω κάτι μισό λεπτό;''
''Ναι Κέλι, έλα, συγγνώμη Νταίζη, επιστρέφω σε λίγο''
''Πάρε αυτό και θέλω μέχρι το απόγευμα τα αποτελέσματα''
''Εντάξει θα το δώσω τώρα στο εργαστήριο να το δουλέψουν, μόνο αυτό με ήθελες;''
''Ναι, γιατί περίμενες και κάτι άλλο;''
''΄Οχι, όχι εντάξει, τα λέμε μετά'' της φάνηκε πολύ παράξενος ο τρόπος του και είπε στον εαυτό της να τον ρωτήσει αργότερα αν έχει κάτι, πήγε στο γραφείο
''Βλέπω ήρθε ο καφές, χαίρομαι'' με μια γουλιά ήπιε σχεδόν τον μισό
''Σιγά-σιγά θα μου πάθεις τίποτα''
''Το χρειαζόμουνα αυτό, για πες μου τώρα σου ήρθε τίποτα όσο έλειπα;''
''Σκέφτηκα κάτι, αλλά πρέπει να το δουλέψω λίγο ακόμα στο μυαλό μου''
''Για πες μου, ίσως καταφέρουμε να το αναπτύξουμε μαζί''
'' Άκου, η αιτία που μπήκε ο Μπερκ μέσα είσαι εσύ; Σωστά;''
''Σωστά''
''Ο Έρικ ήταν στην υπόθεση αλλά την έλυσες εσύ, έτσι πάμε στο συμπέρασμα ότι κατηγορεί μόνο εσένα, χρειάζεται τη βοήθειά σου, μόνο έτσι θα γλυτώσει, έκανε φυλακή πέντε χρόνια και νομίζει ότι με εσένα θα καθαρίσει το όνομά του, πιστεύει ότι δεν θα τον πιάσουμε και δεν θα κατηγορηθεί για τους φόνους που είναι χειρότερο από την υπόθεση με την βόμβα, τώρα σκέφτομαι ότι την Δευτέρα που θα πάμε σε αυτό το χωριό θα μας δώσει στοιχείο από την δίκη, άρα πρέπει να μου πεις το τι ακριβώς έγινε στο δικαστήριο''
''Τι να έγινε, οι ένορκοι τον έκριναν ένοχο, βάση των στοιχείων που βρήκαμε στο σπίτι του, αυτός έλεγε συνέχεια ότι τον παγίδευσαν και ότι δεν το έκανε αυτό, αλλά από την στιγμή που πάρθηκε η απόφαση δεν άλλαξε, ζήτησαν έφεση όμως πάλι ένοχος βγήκε''
''Δηλαδή δεν ψάξατε αν αυτά που έλεγε έστεκαν;''΄
''Βεβαίως και τα ψάξαμε, τα πάντα ήταν εναντίον του''
''Εντάξει, βρήκαμε την αφορμή, τώρα πρέπει να ψάξουμε εάν υπάρχει συνεργός, είχε κανέναν;''
''Τότε όχι, ίσως όμως σε αυτήν την φάση να έχει''
''Γνωρίζεις κάποιον που θα μπορούσε να τον βοηθήσει;''
''Ναι, γνωρίζω και εσύ επίσης, τον Άντισον, αλλά τώρα και να ήθελε δεν μπορεί''
'' Άρα είμαστε σε αδιέξοδο, δεν μπορώ να καταλάβω τι στοιχείο θα μας αφήσει σε εκείνο το σπίτι, μήπως θέλεις να πάμε από την Κυριακή, ώστε να παρακολουθούμε και να τον πιάσουμε;''
''Είναι καλή ιδέα αλλά θα έχουμε ένα πρόβλημα, μην ξεχνάς ότι μας παρακολουθεί, θα καταλάβει ότι πάμε να του στήσουμε παγίδα και ίσως δεν μας αφήσει το στοιχείο''
''Σωστά, άρα το μόνο που μας μένει να κάνουμε είναι να περιμένουμε την Δευτέρα''
''Δυστυχώς, δεν μπορούμε διαφορετικά. Πάμε να σε κεράσω μεσημεριανό;''
''Να με κεράσεις εσύ; Ο άντρας του σπιτιού αν θυμάμαι καλά είμαι εγώ''
''Καλά παραδίνομαι, δικό σου το φαγητό''
''Έτσι μπράβο το κορίτσι μου''
''Άντε σήκω λοιπόν, έχω πεθάνει της πείνας''
Βγήκαν από το γραφείο και πρόλαβε τον Άρνι στην πόρτα την ώρα που έφευγε και αυτός
''Άρνι, περίμενε λίγο''
''Τι έγινε Κέλι, έπαθες κάτι;''
''Όχι παιδί μου τίποτα, ήθελα να σε ρωτήσω αν σου συμβαίνει κάτι, πριν δεν σε είδα τόσο καλά''
''Άσε μωρέ, τι να έγινε, η Βάλερι, βρήκε καινούργιο φίλο και καταλαβαίνεις, έλεγα λόγω του παιδιού θα τα ξαναβρίσκαμε αλλά απ' ότι κατάλαβα δεν θα γίνει''
''Ωχ! Μωρέ δεν ήξερα τίποτα, μήπως θέλεις να της μιλήσω;''
''Και τι να της πεις δηλαδή, ότι θέλω να γυρίσω πίσω και ότι θα προσπαθήσω να βελτιωθώ;''
''Θα της πω δύο κουβέντες σαν γυναίκα προς γυναίκα, καταλαβαίνω και την δική σου τη θέση αλλά και την δική της, ίσως βοηθήσω, εγώ βρίσκομαι στο ενδιάμεσο, λέγε θέλεις;''
''Μπα, άφησέ το καλύτερα, θα προσπαθήσω ξανά εγώ και αν δω τοίχο τότε θα σου πω, δεν μπορεί να με καταλάβει, είναι η δουλειά μου και αυτή είναι η γυναίκα μου, τις αγαπάω και τις δύο πολύ, δεν θέλω να χωριστώ καμία''
''Έλα, μην στεναχωριέσαι, θα φτιάξουν όλα, μήπως θέλεις να έρθεις για μεσημεριανό μαζί μας;''
''Να μην σας γίνομαι βάρος''
''Καθόλου μόνο να πούμε στην Κλό ότι αν γίνει κάτι θα μας βρει μαζί στου Έρνι''
''Πάω να της το πω εγώ, θα σας βρω εκεί''
''Εντάξει, τα λέμε μετά'' βγήκε και είπε στον Νικ ότι θα έρθει μαζί και ο Άρνι, λίγο στραβομουτσούνιασε αλλά το δέχτηκε ''συγγνώμη Νικ, είναι όμως καλός φίλος, δεν μπορώ να τον αφήσω έτσι, εξάλλου καλό είναι και εσύ να πιάσεις φιλίες εδώ εκτός από εμένα''
''Για μια φορά σε συγχωρώ, την επόμενη όμως κανόνισε να με ειδοποιείς από πριν''
''Μα δεν το είχα προσχεδιασμένο, τώρα βγήκε'' έφτασαν στου Έρνι, μπήκαν και ακολούθησε ο Άρνι, έκατσαν στο τραπέζι, ήρθε μια γκαρσόνα με μια κοντή ροζ στολή να τους πάρει παραγγελία, ήταν γνωστή τους γιατί έτρωγαν συχνά από εκεί
''Γεια σας παιδιά, τι κάνετε; Μέρες έχουμε να σας δούμε;''
''Γεια σου Ρόζι, έπεσε πολλή δουλειά''
''Τι να σας φέρω;''
''Για μένα μια μπριζόλα με πατάτες και μπύρα'' είπε ο Άρνι
''Κάνε τις δύο και μια σαλάτα, την δικιά σας ξέρεις εσύ, Νικ τι θα πάρεις;''
''Να μην χαλάσω την παρέα, τρείς μπριζόλες''
''Έρχονται σε λίγο'' η Κέλι ρώτησε τον Άρνι αν μπορούσε να πει στον Νικ τι έχει ώστε να τον βοηθήσουν να λύσει το πρόβλημά του''
''Θα του τα πω εγώ, όχι ότι εσύ δεν θα τα πεις καλά και δεν με καταλαβαίνεις, ο Νικ όμως είναι άντρας και θα με νιώσει πιο εύκολα, λοιπόν Νικ, είμαι παντρεμένος δέκα χρόνια, της γυναίκας μου της ήρθε τώρα να μου κάνει μούτρα και να μου πει ότι δεν αντέχει άλλο να με περιμένει το βράδυ αν θα γυρίσω ή όχι, είμαστε σε διάσταση τέσσερις μήνες, το παιδί μας είναι δύο.''
''Σε καταλαβαίνω και η δική μου γυναίκα αυτά μου έλεγε πάντα, στην αρχή ήμασταν καλά, μόλις όμως πήρα προαγωγή και άρχισα να δουλεύω περισσότερο, άρχισαν τα προβλήματα''
''Δεν ήξερα ότι ήσουν παντρεμένος;''
''Ήμουν, τώρα είμαι χήρος''
''Λυπάμαι, δεν ξέρω τι θα έκανα αν έχανα την Βάλερι, πως το αντιμετώπισες;''
''Δουλειά και πάλι δουλειά, το καλύτερο γιατρικό μετά τον χρόνο''
''Μπράβο σου που τα κατάφερες''
''Στην αρχή ήταν δύσκολα που γυρνούσα σπίτι το βράδυ και το έβλεπα άδειο αλλά μετά συνήθισα'' η Κέλι καθόταν και τους άκουγε χωρίς να μιλάει, της άρεσε να ακούει τον Νικ να μιλάει για την οικογένεια του, ήρθε και η Ρόζι με τις παραγγελίες
''Ορίστε τρείς μπριζόλες, μια σαλάτα και τρείς μπύρες, καλή όρεξη''
''Ευχαριστούμε'' είπαν και οι τρείς σαν χορωδία και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, πέρασαν αρκετή ώρα μιλώντας ώσπου σε κάποια φάση χτύπησε το τηλέφωνο της Κέλι
''Μπίσοπ, λέγεται''
''Εδώ Κλό, μόλις πήρα τα αποτελέσματα του γραφολόγου, τα γράμματα είναι κάποιου Μπερκ, τον γνωρίζεις;''
''Ναι τον γνωρίζω, σ' ευχαριστώ, τα λέμε'' έκλεισε το τηλέφωνο και τους είπε τα νέα
''Τα αποτελέσματα λένε ότι τα γράμματα είναι του Μπερκ, είμαστε σε καλό δρόμο''
''Τον βρήκες τελικά, μπράβο''
''Το θέμα δεν είναι ότι τον βρήκα, είναι το τι θέλει να καταφέρει, μας στέλνει σε ένα χωριό για να βρούμε κάτι, τι φαντασία είναι αυτή;''
''Δεν μου είπες κάτι, έτσι σκέφτηκα ότι ακόμα ψάχνεις''
''Όχι, απλά πάνω στην φούρια μου το ξέχασα, τι ώρα πήγε;''
''Είναι πέντε και μισή, ξεχαστήκαμε λίγο, κοίτα πόσες μπύρες ήπιαμε και δεν το καταλάβαμε, τώρα έναν καφέ και είμαστε ότι πρέπει''
''Καφέ στα γρήγορα γιατί στις οχτώ έχω ραντεβού, να μην το καθυστερήσουμε πολύ'' παρήγγειλαν και τον καφέ, χαζολογώντας πήγε εφτά η ώρα ''άντε μαζευτείτε, έχουμε και δουλειές, είμαστε εδώ τρείς και ώρες, κουνηθείτε''
''Γιατί Κέλι με ποιον έχεις ραντεβουδάκι και μας το κρύβεις;''
''Με τα κορίτσια και είναι χειρότερες από άντρα όταν τις στήνεις'' φώναξαν για τον λογαριασμό, πλήρωσαν και έφυγαν, η Κέλι πήγε τον Νικ στο ξενοδοχείο
''Δεν θα ανέβεις επάνω για λίγο;''
''Νικ, είναι ήδη εφτά και είκοσι, αν ανέβω επάνω δεν θα αργήσω απλώς, θα με περιμένουν για πολύ, για αυτό θα σε αφήσω και θα σε δω κατά τις έντεκα, εντάξει;''
''Καλά, θα σε περιμένω, να κάτσω και εγώ να κάνω κάποια τηλεφωνήματα'' την φίλησε και μπήκε μέσα στο ξενοδοχείο, η Κέλι μονολόγησε
''Αχ! Νικ, Νικ, γιατί να είσαι τόσο όμορφος και τόσο καλός, τι θα κάνω όταν φύγεις;''
έβαλε μπροστά και έφυγε, σε μισή ώρα ήταν στο μπαρ, η Πάϊπερ ήταν ήδη εκεί, πήγε και κάθισε στο τραπέζι ''πως είσαι μωρό μου;''
''Καλά Κέλι μου, μόλις τελείωσα από την χειρότερη μέρα της ζωής μου''
''Γιατί τι έγινε πάλι;''
''Το αφεντικό μου, άρχισε πάλι τα σπαστικά του, φαίνεται περνάει κρίση μέσης ηλικίας, δεν γίνεται αλλιώς να μας κάνει την ζωή πατίνι''
''Κατάλαβα, μην προχωράς παρακάτω'', ήρθαν και η Τζίλ με την Τζέμα
''Μπα, μπα, ήρθαν τα κορίτσια που απ' ότι φαίνεται ξέχασαν να δούνε τα ρολόγια τους''
''Έλα τώρα Πάϊπερ'' είπε η Τζέμα ''περίμενα την μαμά μου να πάρει τα παιδιά και η Τζίλ πέρασε από μένα για αυτό αργήσαμε λίγο και πόσο ήταν ένα τέταρτο''
''Μην γκρινιάζετε κορίτσια και καθίστε να αρχίσουμε το κουτσομπολιό, δεν έχουμε όλο το βράδυ'' είπε η Κέλι
''Σίγουρα να ξεκινήσουμε, εσύ πρώτη, τι γίνεται με το μανάρι από το FBI;''
''Τζιλ, χαλάρωσε, πείτε στο κορίτσι τι θα πάρετε και τα λέμε, μια Μαργαρίτα για μενα''
''Κάνε τις τέσσερις να τελειώνουμε, πες μας τώρα''
''ΑΧ! Που έμπλεξα, τι να σας πω;''
''Καταλάβαμε ότι κάτι γίνεται με εσάς, το θέμα είναι τι;''
''Εντάξει, με πιάσατε, είμαστε μαζί, αλλά, πριν πείτε κάτι, θα δούμε πως θα πάει γιατί μην ξεχνάμε ο Νικ είναι από την Νέα Υόρκη και δεν θα μείνει για πάντα εδώ''
''Δεν πειράζει, αν τα βρείτε θα πάρετε μετάθεση ή εσύ ή αυτός''
''Πάϊπερ, είναι τόσο εύκολο νομίζεις να γίνει μια μετάθεση;''
''Άμα θέλεις όλα γίνονται, εγώ αυτό ξέρω''
''Καλά, Τζιλ, είπες στα κορίτσια για τον Ρότζερ;''
''Όχι, δεν πρόλαβα, αύριο μάλλον θα μου κάνει πρόταση''
''Τι πρόταση, γάμου;''
''Εμ, βρε αγάπη μου, τι άλλη θα μπορούσε να μου κάνει;'' σηκώθηκαν όλες την αγκάλιασαν και την φίλησαν, μετά μόλις πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός έκατσαν ξανά, συνέχισαν να μιλάνε για διάφορα πράγματα ώσπου σε κάποια στιγμή αναφέρθηκαν στον Έρικ και στην Μαίρη, εκεί η ατμόσφαιρα βάρυνε αρκετά αλλά δεν πτοήθηκαν, πέρασαν έτσι και οι τρείς ώρες, ξεκίνησαν για να φύγουν και έξω από το μαγαζί η Τζέμα ρωτάει την Κέλι
''Τώρα θα πας να βρεις τον όμορφο αστυνομικό σου;''
''Ναι, με περιμένει εδώ και ώρα, μην ανησυχήσει''
''Καλά να περάσετε... και να κοιμηθείτε λίγο το βράδυ, το πρωί θα είστε κομμένοι
''Δεν πειράζει, έχω δύο μέρες ρεπό, δεν θα με ενοχλήσει κανείς μέχρι την Δευτέρα το πρωί, σας αφήνω τώρα πάω να περάσω καλά, φιλιά, τα λέμε από βδομάδα με εσας τις δύο, Τζίλ από εσένα ότι ώρα και να είναι περιμένω νέα, εντάξει;''
''Σίγουρα, μόλις μπορέσω θα σε πάρω, φιλιά''
Η Κέλι ήταν χαρούμενη που τελείωσε αυτή η βδομάδα, ήταν δύσκολη, άναψε ένα τσιγάρο καθώς οδηγούσε, το έσβησε λίγο πριν φτάσει στο ξενοδοχείο, μόλις έφτασε έδωσε για δεύτερη φορά σήμερα το αυτοκίνητο να της το παρκάρουν, αν και το μισούσε αυτό, ανέβηκε πάνω και χτύπησε την πόρτα, άνοιξε, μπήκε μέσα και βρήκε τον Νικ στο τηλέφωνο
''Ωραία μαμά, χάρηκα που τα είπαμε, θα σε πάρω πάλι αύριο'' έκλεισε το τηλέφωνο
''Γεια σου, βλέπω ότι αγαπάς πολύ την μαμά σου''
''Ποιος δεν αγαπάει την δική του, κάποια μέρα θα την γνωρίσεις και θα την συμπαθήσεις, είναι καλή, αν και λίγο παραπονιάρα''
''Τώρα κατάλαβα σε ποιον έμοιασες, έτσι πες μου'' πήγε πίσω από την πολυθρόνα και άρχισε να του κάνει μασάζ, Ο Νικ το ευχαριστήθηκε τόσο πολύ που μόλις τελείωσε την πήρε στην αγκαλιά του και την πήγε στην κρεβατοκάμαρα, για δεύτερη συνεχόμενη νύχτα δεν κοιμήθηκαν παρά μόνο όταν άρχισε να χαράζει...

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Χτύπησε το ξυπνητήρι στις εφτά, η Κέλι το έκλεισε και γύρισε από την άλλη μεριά, είχε ευχαριστηθεί τόσο πολύ τον ύπνο της που δεν ήθελε να σηκωθεί, ήρθαν στο μυαλό της όλα τα όμορφα όνειρα που είχε το βράδυ και ένιωθε ευτυχισμένη, σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στην κουζίνα και έβαλε καφέ, ήξερε ότι η μέρα της θα ήταν δύσκολη, έτσι μάζεψε όλο το θάρρος της και πήγε να ετοιμαστεί, έβαλε το μαύρο της κοστούμι, που την κολάκευε πολύ και ένα άσπρο πουκάμισο, πήρε τα πράγματά της και έφυγε για τον Νικ, όταν έφτασε στο ξενοδοχείο ήταν οχτώ παρά τέταρτο, μπήκε μέσα, του τηλεφώνησε και αυτός της είπε ότι κατεβαίνει σε δύο λεπτά, είχε ξυπνήσει και κατέβει πολύ πιο νωρίς για πρωινό και έτσι ήταν έτοιμος, έβαλε τα παπούτσια του, φόρεσε την κολόνια του και κατέβηκε. Μόλις την είδε φωτίστηκε όλο το πρόσωπό του, ήθελε να την αγκαλιάσει αλλά έπρεπε να φανεί κύριος, είχε καταλάβει ότι η Κέλι ένιωθε κάτι για αυτόν όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμη, θα την περίμενε λοιπόν όσο χρειαζότανε, το σκίρτημα που είχε στην καρδιά από τότε που την είδε πρώτη φορά ήταν το κάτι άλλο, μόνο με την γυναίκα του είχε νιώσει έτσι και δεν το περίμενε ότι θα ξαναγινόταν τόσο γρήγορα, η Κέλι τον είδε και τον χαιρέτησε
‘’Καλημέρα, Νικ’’
‘’Καλημέρα, πως αισθάνεσαι σήμερα; Έτοιμη να φύγουμε;’’
‘’Εσένα περιμένω’’
‘’Ωραία ξεκινάμε, σε ποιον θα πάμε πρώτα;’’
‘’Στον Μόρισον, ξέρω που θα τον βρούμε, δουλεύει σε ένα fast-food στην πεντηκοστή οδό’’
‘’Φεύγουμε λοιπόν και ελπίζω να πετύχουμε κάτι’’
Ξεκίνησαν, η Κέλι πήρε την παραλιακή για να μην κολλήσουν στην κίνηση, πάρκαρε δίπλα από το μαγαζί και μπήκαν, με το που τους είδε χάρηκε τόσο πολύ που βγήκε από τον πάγκο και έτρεξε να την αγκαλιάσει.
‘’Ντετέκτιβ, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω μετά από τόσον καιρό, είσαι για δουλειά εδώ ή διασκέδαση;’’
‘’ Άσε τις χαζομάρες Χάρι, για πληροφορίες ήρθα και ξέρεις ότι δεν αστειεύομαι.’’
‘’Σίγουρα το ξέρω, αλλά πες μου πως μπορώ να βοηθήσω; Από τότε που βγήκα από τη στενή βρήκα αυτή τη δουλειά και δεν έχω μπλέξει πουθενά, αν όμως για αυτό που ψάχνεις γνωρίζω κάτι, τότε να είσαι σίγουρη ότι θα σου το πω, όταν με έπιασες μου έμαθες ένα καλό μάθημα. Ο Έρικ τι γίνεται, γιατί δεν είναι μαζί σου;’’
‘’Πες μου τώρα Χάρι ότι δεν έμαθες τίποτα, ο Έρικ σκοτώθηκε και για αυτόν τον λόγο βρίσκομαι εδώ, κάποιος από το σινάφι σας σκότωσε τον Έρικ και την αντιδήμαρχο, αυτό φαντάζομαι θα το άκουσες’’
‘’Ναι, αλλά δεν ξέρω κάτι’’
‘’Τέλος πάντων, αυτός κυνηγάει εμένα και τους ανθρώπους μου, πρέπει να βρω κάτι μέχρι το βράδυ, μπορείς να βοηθήσεις;’’
‘’Δώσε μου χρόνο μέχρι το μεσημέρι για να δω τι μπορώ να κάνω, αν μάθω κάτι θα σε πάρω τηλέφωνο, εντάξει;’’
‘’Σ’ ευχαριστώ Χάρι, θα περιμένω’’
Βγήκαν από το μαγαζί και ξεκίνησαν για τον επόμενο, η ώρα ήταν εννιά και βιάζονταν, είχαν δύο ώρες ακόμα μέχρι να πάνε στο σπίτι και μετά στην κηδεία, ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο και βγήκανε στο κέντρο, μπλέχτηκαν σε μποτιλιάρισμα , η Κέλι άναψε τους φάρους και ευθύς ο δρόμος ανοίχτηκε, ευχαρίστησε την ώρα και την στιγμή που έγινε αστυνομικός, έφτασαν στον προορισμό τους, το σπίτι του Άντισον, χτύπησαν το κουδούνι και τους απάντησε μια γυναίκα
‘’Παρακαλώ;’’
‘’Αστυνομία, θα ήθελα να μιλήσω στον κο. Άντισον, χρειάζομαι κάποιες πληροφορίες.’’
‘’Βέβαια, εδώ είναι, ανοίγω, περάστε’’
Ανέβηκαν τα σκαλιά και η γυναίκα τους φώναξε
‘’Στον τρίτο, στο 31Α’’
Με το που βρέθηκαν στον τρίτο μια γυναίκα ψηλή και όμορφη τους καλοδέχτηκε, ο Νικ την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, η Κέλι του έδωσε μια αγκωνιά και προχώρησε
‘’Γεια σας, λέγομαι Μαρτζ, είμαι η γυναίκα του Τζον, περάστε είναι μέσα, σας περιμένει’’
‘’Ευχαριστούμε’’ μπήκαν μέσα και είδαν δίπλα στο παράθυρο μια κούνια με ένα μωράκι, ήταν δεν ήταν ενός χρόνου
‘’Περάστε από εδώ, γιατί ο Τζον δεν μπορεί να σηκωθεί, μετά το ατύχημα…’’
‘’Πιο ατύχημα;’’
‘’Πριν από δύο μήνες μπλέχτηκε σε μια φασαρία και τον πυροβόλησαν στα πόδια, χτύπησε άσχημα και μέχρι να περπατήσει ξανά, έχουμε δρόμο’’
‘’Δεν ήξερα κάτι, είναι καλά;’’
‘’ Όσο μπορεί, παρακαλώ περάστε, μόνο να μην τον αναστατώσετε, γιατί η κατάστασή του είναι σοβαρή.’’
‘’ Ήθελα ξέρετε να του κάνω μερικές ερωτήσεις, αλλά δεν νομίζω να γνωρίζει κάτι’’
Μπήκαν μέσα στο δωμάτιο και είδαν τον Τζο κατάκοιτο στο κρεβάτι, η Κέλι πλησίασε
‘’Γεια σου, Τζο, πως αισθάνεσαι;’’
‘’Ντετέκτιβ, τι τιμή, πως και με θυμήθηκες;’’
‘’Ήθελα κάποιες πληροφορίες αλλά δεν νομίζω ότι θα με βοηθήσεις’’
‘’Για ρώτησέ με και ίσως ξέρω κάτι, είμαι στο κρεβάτι αλλά ακόμα έχω κάποιες άκρες’’
‘’Με κυνηγάει κάποιος, μια παλιά υπόθεση και πρέπει να μάθω ποιος είναι, έχεις ακούσει από κανέναν να ετοιμάζει δουλειά;’’
‘’ Έχω ακούσει κάτι για τον Μπερκ, με επισκέφτηκε πριν δύο εβδομάδες περίπου, πήγε να μου αναφέρει κάτι αλλά του έκοψα την φόρα, δεν μου χρειάζεται αυτή τη στιγμή να ανακατευθώ πουθενά, μετά το ατύχημα η Μαρτζ μου το δήλωσε πως αν μπλέξω ξανά θα φύγει με το μωρό, καταλαβαίνεις…’’
‘’Μάλιστα, ο Μπερκ, σε ευχαριστώ Τζον και εύχομαι να γίνεις σύντομα καλά. Σε αφήνουμε τώρα να ξεκουραστείς’’ , βγήκαν έξω και ευχαρίστησαν την Μαρτζ
‘’Δεν κάνει τίποτα, όποτε μας χρειαστείτε ξανά να έρθετε, προσπαθώ να τον συνετίσω ξέρετε…’’
‘’Και καλά κάνεις, να τον κρατήσεις εκεί που είναι’’ την χαιρέτησαν και έφυγαν, κατεβαίνοντας τη σκάλα η Κέλι είπε στον Νικ πως το συνεργείο που δούλευε ο Μπερκ ήταν ένα τετράγωνο πιο κάτω και ότι θα πήγαιναν με τα πόδια. Η ώρα ήταν δέκα, μπήκαν στο συνεργείο και τον ζήτησαν, ένας εργάτης τους είπε πως θα τον βρουν δίπλα στην αποθήκη κάτω από ένα τζιπ, πήγαν και είδαν ότι ήταν γεμάτη με τζιπάκια, η Κέλι αγανάκτησε και φώναξε
‘’Μπερκ, Μπερκ, που είσαι;’’
‘’Ποιος γαμώτο με ενοχλεί τέτοια ώρα; Έχω δουλειά, δεν έχω χρόνο’’ , ο Μπερκ ήταν ένας τεράστιος τύπος, 1,90 και ζύγιζε περίπου εκατόν είκοσι κιλά, με το που φάνηκε από το αυτοκίνητο η Κέλι τον είδε και του είπε
‘’Εγώ σε ψάχνω, έχεις κάποιο πρόβλημα;’’
‘’Μπα, μπα, η όμορφή μας ντετέκτιβ, πως και από εδώ; Εσύ να καταδεχτείς εμάς;’’
‘’Κόψε τις βλακείες, έμαθα ότι άρχισες πάλι να μπλέκεις και ήρθα να το δω από πρώτο χέρι’’
‘’Ο κύριος ποιος είναι;’’
‘’Νικ Τζόουνς, συνεργάτης, θα μου πεις τώρα τι σκαρώνεις;’’
‘’Κοίτα ομορφιά μου και να θέλεις δεν υπάρχει περίπτωση να σου πω κάτι, πρόσεξε μόνο μην με αυτά που κάνεις πάθεις κανένα κακό, εγώ το λέω για το καλό σου, δεν θα ήταν καλό να πάθει κάτι αυτό το τέλειο προσωπάκι.’’
‘’Μήπως θα ήθελες να σε πάρω μέσα από τώρα για εκφοβισμό αστυνομικού;’’
‘’Δεν ξέρω τίποτα, σου το ξαναείπα και τώρα σας παρακαλώ, με αποσπάτε από την δουλειά μου’’
‘’Εντάξει Μπερκ, αλλά να είσαι σίγουρος ότι θα τα ξαναπούμε σύντομα’’
Βγήκαν έξω και πήραν τον δρόμο για το αμάξι, ο Νικ έβγαλε συμπέρασμα
‘’Κέλι, νομίζω ότι είναι αυτός, ο τρόπος που μιλάει με τον τρόπο που ήταν γραμμένο το μήνυμα ταιριάζουν απόλυτα, πρέπει να βρούμε στοιχεία’’
‘’Το ξέρω, έχουμε λίγη ώρα ακόμα, πάμε να πάρουμε έναν καφέ και να φύγουμε για την κηδεία’’ , μπήκαν στην καφετέρια απέναντι από εκεί που πάρκαραν το αυτοκίνητο, πήραν τον καφέ για τον δρόμο, συζητούσαν για τον Μπερκ μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, άφησαν το αμάξι στο πεζοδρόμιο δίπλα από το σπίτι και πάνω στην βεράντα είδαν την Πάϊπερ να κάθεται στο παγκάκι, η Κέλι την πλησίασε και την φίλησε
‘’ Εμείς αγάπη μου έτσι όπως το πάμε μόνο σε κηδείες θα βρισκόμαστε’’
‘’ Έλα χαζομάρες, πιστεύω ότι δεν θα έχουμε καμία άλλη, είσαι αστέρι στη δουλειά σου και θα καταφέρεις να τον βρεις γρήγορα’’ κοίταξε τον Νικ και έκανε νόημα στη Κέλι να της πει ποιος είναι
‘’Α! Με συγχωρείτε, πάνω στην αφηρημάδα μου ξέχασα να σας συστήσω, από εδώ ο Νικ Τζόουνς, ειδικός πράκτορας του FBI, η Πάϊπερ Σκάλη, κολλητή μου από το σχολείο, διακοσμήτρια’’
‘’Χάρηκα πολύ Νικ, ελπίζω να μη σε πειράζει που σου μιλάω στον ενικό;’’
‘’Χάρηκα και εγώ, όχι, δεν με πειράζει καθόλου’’
‘’Ωραία αφού συστηθήκατε τώρα πάμε μέσα να βρούμε τους άλλους, τους είδες καθόλου;’’
‘’ Όχι σε περίμενα να μπούμε μαζί’’
Άνοιξαν την πόρτα και είδαν να γίνεται χαλασμός κυρίου από κόσμο, βουλευτές, συνεργάτες, φίλοι, συγγενείς και μερικοί που απλά είχαν έρθει για την δημοσιότητα, έριξε ένα γύρω με τα μάτια της και είδε τον Γκριν, της άναψαν τα λαμπάκια, τον πλησίασε
‘’Γκριν, καλημέρα, πως και από εδώ;’’
‘’Ντετέκτιβ, με απογοητεύεις, εσύ δεν το είπες προχθές, εσείς τη δουλειά σας και εγώ τη δική μου, πρέπει να βγάλω είδηση.’’
‘’Θα σου βγάλω εγώ είδηση, μάζεψε τα πράγματα σου και φύγε από εδώ, ή τουλάχιστον κάτσε σε μια άκρη χωρίς να κάνεις τίποτα, σεβάσου την μνήμη της νεκρής, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, παίζεις με τον πόνο των άλλων, κανόνισε να δω την παραμικρή κίνηση, την έβαψες’’
‘’Εντάξει, θα είναι σαν να μην υπάρχω, αλλά μετά θέλω συνέντευξη από εσένα’’, της γύρισε την πλάτη και μουρμούρισε ‘’Σκρόφα, θα σε κανονίσω εγώ…’’
‘’Είπες κάτι;’’
‘’ Όχι, θα τα πούμε αργότερα’’
Ξαναγύρισε στους άλλους που στο μεταξύ είχαν βρει την Τζίλ, τον Ρότζερ και την Τζέμα,
‘’Γεια σας παιδιά, βλέπω γνωριστήκατε με τον Νικ, έτσι;’’
‘’Ναι, γνωριστήκαμε’’ της είπε η Τζίλ ‘’ εσύ που πήγες;’’
‘’Να προλάβω μια κατάσταση και απ ‘ότι φαίνεται τα κατάφερα’’
Πήγαν να βρουν τον Μαρκ, τον πέτυχαν στην κουζίνα
‘’Εδώ είσαι χρυσέ μου, σε ψάχνουμε παντού’’
‘’Εδώ είμαι, δεν τους αντέχω όλους αυτούς πάνω στο κεφάλι μου, άντε να τελειώσουμε για να μπορέσω να γυρίσω και να βαλτώσω στην ησυχία μου, Τζέμα, χαίρομαι που σε βλέπω, δεν πρόλαβα να σε συλλυπηθώ και για τον δικό σου χαμό’’
‘’Μην σε αγχώνει αυτό, έχεις και εσύ τα δικά σου προβλήματα’’
Ξεκίνησαν να πάνε στο νεκροταφείο, άρχισε η τελετή και εκεί που προσευχόταν και ο παπάς άρχισε τον επικήδειο λόγο η Κέλι είδε με την άκρη του ματιού της έναν τεράστιο άντρα να προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από ένα δέντρο, σκούντηξε τον Νικ και του έδειξε, ο άντρας μόλις κατάλαβε ότι τον αντιλήφθηκαν έβαλε τα γυαλιά του και εξαφανίστηκε, η κηδεία τελείωσε και ετοιμάστηκαν να φύγουν, η Κέλι πήρε τα κορίτσια στην άκρη και τους είπε
‘’Αύριο ραντεβού στο μπαρ στις οχτώ, έχουμε να πούμε πολλά’’ φιλήθηκαν και χωρίστηκαν, πήρε τον Νικ και ετοιμάστηκαν να φύγουν
‘’ Έχουμε να δούμε άλλους τρείς, πάμε μπας και πιάσουμε καμιά πληροφορία από αυτούς, τον είδες την ώρα της κηδείας;’’
‘’Τον είδα και δεν πιστεύω πλέον να έχουμε ενδοιασμούς για το ποιος είναι ο δράστης’’, μέχρι να φτάσουν στον Μπλέϊκ έκαναν γύρω στα σαράντα λεπτά, βρήκαν τον μαγαζάκι που είχε ανοίξει και μπήκαν
‘’Καλημέρα Μπλέϊκ, πως είσαι; Βλέπω νοικοκυρεύτηκες’’
‘’Α! Ντετέκτιβ σε παρακαλώ πολύ, από τότε που βγήκα από την φυλακή με περιοριστικούς όρους επειδή έδωσα τις πληροφορίες που έπρεπε, με βοήθησε πολύ η αστυνομία και τώρα είμαι νόμιμος πολίτης, άνοιξα το μαγαζάκι μου και είμαι καλά’’
‘’Καλά έκανες, ήθελα να σε ρωτήσω αν ξέρεις κάτι για τον Μπερκ, αν σκαρώνει καμιά δουλειά’’
‘’Λυπάμαι, ντετέκτιβ, δεν μπορώ να σε βοηθήσω, ο επιτηρητής μου είναι σκληρό καρύδι και αν μάθει ότι κάνω πάλι κακές παρέες δεν θα μου την χαρίσει’’
‘’Εντάξει Μπλέϊκ, σε ευχαριστώ και να μείνεις έτσι ήσυχος όπως έγινες, να μην μπλεχτείς πουθενά’’
‘’Γεια σας, να μας ξαναέρθετε, να σας κεράσω έναν καφέ’’
‘’Μια άλλη φορά θα το κανονίσουμε, γεια’’ έφυγαν από το μαγαζί και η Κέλι μουρμούριζε
‘’Τι μουρμουρίζεις εκεί πέρα…;’’
‘’Τι να κάνω, πάλι τζίφος, δεν μπορούμε να βρούμε τίποτα, ξέρουμε ποιος είναι αλλά δεν έχουμε στοιχεία, μόνο ο Μόρισον μπορεί να έμαθε κάτι αλλά ακόμα δεν με πήρε, αύριο θυμήσου να ξαναπάμε’’
‘’Θα σου το θυμίσω, πάμε τώρα στον Μορίς και μετά βλέπουμε τι κάνουμε’’ , έφτασαν στο σπίτι και είδαν το Μορίς να κάθεται στο μαγαζί του και να επισκευάζει μια καρέκλα
‘’ Γεια σου Μορίς τι κάνεις;’’
‘’Βρε, βρε, η μπατσίνα μας, που χάθηκες εσύ; Δεν κάνουν έτσι τα καλά κορίτσια’’
‘’Με δουλεύεις κιόλας;’’
‘’Εγώ να δουλέψω εσένα, γελιέσαι, από τότε κορίτσι μου που βγήκα από την φυλακή, βρέθηκα με τον Άντριου και έχουμε φτιάξει το σπιτάκι μας, δεν ανακατευόμαστε με κανέναν’’
‘’Τον Άντριου ΜακΆνταμς εννοείς;’’
‘’Ναι, ξέρεις πήγαμε στο Βέγκας και παντρευτήκαμε, αλλά είναι μυστικό αυτό’’
‘’Θέλω να μου πεις τι ξέρεις για τον Μπερκ.’’
‘’Για τον Μπερκ; Τίποτα, από τότε που πιαστήκαμε στα χέρια δεν θέλω ούτε να τον ξέρω’’
‘’Δεν τον ξαναείδες από τότε;’’
‘’ Τον είδα μια φορά πριν δυο μήνες αλλά δεν του μίλησα καθόλου και έχω απαγορέψει και στον Άντριου να μην του μιλάει’’
‘’Ευχαριστώ, Μορίς, να ζήσετε ευτυχισμένοι και δώσε τα χαιρετίσματά μου στον Άντριου’’
‘’Να είσαι σίγουρη, γεια’’
Μπήκαν στο αμάξι και ξεκίνησαν για να φύγουν
‘’Νικ, πεινάς καθόλου;’’
‘’Αν πεινάω λέει;’’
‘’Σου αρέσει το μεξικάνικο; Έχει ένα πολύ καλό στη γειτονιά μου, πάμε να πάρουμε από εκεί κάτι και μετά πάμε στο σπίτι μου να συνεχίσουμε’’
‘’Συμφωνώ’’
Η Κέλι ήταν καλή και σταθερή οδηγός όμως μερικές φορές την έπιανε τρέλα και πατούσε γκάζι και σήμερα ήταν μια από αυτές τις μέρες
‘’Εεε! Τι κάνεις εκεί, αν θέλεις να με σκοτώσεις, άσε με τουλάχιστον να φάω ένα τελευταίο δείπνο, να μην πάω νηστικός’’
‘’Συγγνώμη παραφέρθηκα, φτάσαμε’’ με το που σταμάτησε το αυτοκίνητο ο Νικ είδε μια τεράστια ταμπέλα που έγραφε ‘’ΘΕΛΕΤΕ ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΟ ΦΑΓΗΤΟ; ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΑ ΚΑΦΤΕΡΑ; ΤΟΤΕ ΒΡΕΘΗΚΑΤΕ ΣΤΟ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΜΕΡΟΣ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΣΤΙΓΜΗ’’, ξεκαρδίστηκε στα γέλια, του φάνηκε πολύ αστείο, η Κέλι του έδωσε μια μπουνιά στα ψεύτικα και πήγε να κάνει την παραγγελία,
‘’Καλησπέρα σας, τι τραβάει η όρεξη σας για σήμερα;’’
‘’Καλησπέρα, θα ήθελα πέντε ντάκος γεμιστά με τσίλι και μοσχάρι, πέντε νάτσος με χοιρινό και μπόλικη σάλτσα, την σούπα με τις καφτερές και μία εξάδα μπύρες.’’
‘’ Έρχονται αμέσως κυρία μου’’ μετά από πέντε λεπτά της τα έφερε και της είπε τον λογαριασμό, ‘’ έχουμε πέντε ντάκος, πέντε νάτσος, μια σούπα και έξι μπύρες, είκοσι οχτώ δολάρια παρακαλώ’’ η Κέλι της έδωσε τριάντα και περίμενε τα ρέστα, της έδωσε πίσω δύο δολάρια και την χαιρέτησε ‘’Καληνύχτα σας και καλή όρεξη’’
‘’Καληνύχτα, ευχαριστώ’’ πήγε στο αμάξι και είπε στον Νικ ‘’είμαστε έτοιμοι να φύγουμε, πρέπει να βάλουμε τα γεγονότα σε σειρά’’
‘’Ναι, συμφωνώ, όταν όμως πάρει τηλέφωνο πρέπει να χειριστούμε την κατάσταση με ηρεμία’’
‘’Κοίτα, εγώ δεν πρόκειται να του πω τίποτα, θα τον αφήσω να μιλήσει αυτός’’ , έφτασαν στο σπίτι, δεν πρόλαβαν να αφήσουν τα πράγματα χτύπησε το τηλέφωνο
‘’Καλά κοριούς μου έχει βάλει γαμώτο; ΝΑΙ;’’
‘’Μπράβο ντετέκτιβ, βλέπω έχεις βελτιωθεί πολύ, μέσα σε μια μόνο μέρα μας πρόλαβες όλους, ο καημένος ο Άντισον τι έπαθε, ήταν κρίμα, πρέπει να πόνεσε πολύ…, λοιπόν τώρα που κατάλαβες ποιος είμαι και γλίτωσες, προς το παρόν, μια φίλη σου, το επόμενο στοιχείο για το οποίο θα χρειαστώ την βοήθεια σου, θα το βρεις στο παρκάκι της γειτονιάς σου, στο έκτο παγκάκι από κάτω, στα δεξιά, καληνύχτα και ελπίζω με την παρέα σου να περάσετε καλά’’ της έκλεισε το τηλέφωνο, η Κέλι πήρε τηλέφωνο στο τμήμα και ρώτησε την Μάρσι αν μπορούσε να εντοπίσει τον αριθμό, τον κοίταξε για λίγο και της είπε
‘’Κέλι, το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι πήρε από δημόσιο τηλέφωνο, αν κρατούσε λίγο παραπάνω θα σου έλεγα και από πιο μέρος, αλλά δεν μπόρεσε να το εντοπίσει το μηχάνημα’’
‘’Εντάξει Μάρσι σε ευχαριστώ, τα λέμε το πρωί’’
΄΄ Λοιπόν, βρήκε κάτι;’’
‘’ Όχι Νικ, τίποτα, το κάθαρμα παίρνει από δημόσια τηλέφωνα και το κλείνει πριν προλάβει να τον εντοπίσει το μηχάνημα.’’
‘’Δεν πειράζει, πες μου τι σου είπε’’
‘’ Ότι μια από τις φίλες μου την γλίτωσε για σήμερα, αύριο το πρωί θα μου αφήσει ένα στοιχείο για την υπόθεση στο παρκάκι λίγο πιο κάτω’’
‘’ Έλα να φάμε τώρα και να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για το πώς θα τον πιάσουμε, στο συνεργείο είμαι σίγουρος θα κάνει πολύ καιρό για να πάει’’, κάθισαν να φάνε και μιλούσαν για το πώς θα τον κατατροπώσουν, ώσπου σε κάποια στιγμή η Κέλι κοιτάει το ρολόι και συνειδητοποιεί τι ώρα είναι
‘’Νικ, πήγε μία, πρέπει να σε πάω στο ξενοδοχείο, να ξεκουραστείς και εσύ λίγο.’’
‘’Εγώ είμαι εντάξει, αν θέλεις κάτσε να ξεκουραστείς, θα καλέσω ένα ταξί’’
‘’ Όχι, βρήκα μια ιδέα, θα κοιμηθείς εδώ, θα σου στρώσω στον καναπέ και αύριο πρωί πρωί πάμε στο ξενοδοχείο να αλλάξεις και μετά φεύγουμε για το τμήμα’’
‘’Κέλι δεν θέλω να σου γίνω βάρος, θα πάρω ταξί και θα φύγω’’
‘’Δεν ακούω κουβέντα, θα σου στρώσω εδώ, τέλος’’
‘’Καλά δεν σου φέρνω αντίρρηση, γιατί είσαι ικανή να με δείρεις’’, πήγε μέσα έφερε τα στρωσίδια και τον ετοίμασε, τον καληνύχτισε και έφυγε να κοιμηθεί, έβαλε τις πυτζάμες της και ξάπλωσε, είχε όμως αϋπνίες, σκεφτόταν συνέχεια τον Μπερκ, ήταν πτώμα από την κούραση αλλά ο Μορφέας δεν της έκανε την χάρη να την πάρει στην αγκαλιά του, σηκώθηκε και πήγε μέσα
‘’Νικ, κοιμάσαι;’’
‘’Προσπαθώ, αλλά απ’ ότι φαίνεται δεν θα με αφήσεις, τι είναι;’’
‘’Δεν μπορώ να κοιμηθώ, όσο τον σκέφτομαι μου έρχεται να αρχίσω να τα σπάω όλα, θέλεις να έρθεις μέσα;’’
‘’Κέλι, μου κάνεις ανήθικες προτάσεις;’’
‘’Κόψε τα χαζά, δεν ξέρω, νιώθω ανασφάλεια που είμαι μόνη μου.’’
‘’Εντάξει, με κατάφερες, έρχομαι’’, της χαμογέλασε, πήγαν στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσαν, ο Νικ ήταν ανήσυχος, δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη, έκανε τα στραβά μάτια και προσπάθησε να κοιμηθεί, η Κέλι όμως είχε άλλα σχέδια, χρειαζόταν έναν άντρα στη ζωή της και πίστευε ότι αυτός ήταν ο Νικ, έτσι παίρνει την απόφαση και τον αγκαλιάζει,
‘’Νικ, ξέρω ότι ριψοκινδυνεύω πολλά, αλλά δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο μέσα μου, από την πρώτη φορά που σε είδα μου ήρθε να σε ρίξω κάτω και να σε πνίξω στον έρωτα’’
‘’Κέλι, ξέρω ότι είναι ριψοκίνδυνο αυτό που θέλω, αλλά και εγώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα, αυτό ακριβώς ήθελα να σου κάνω’’, γύρισε και έσκασαν στα γέλια μαζί, την αγκάλιασε και άρχισε να την φιλάει με πάθος, κάνανε έρωτα σχεδόν όλο το βράδυ, πήγε τέσσερις η ώρα όταν αποκοιμήθηκαν και οι δύο, αγκαλιασμένους τους βρήκε το ξημέρωμα και το ξυπνητήρι….

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Έφυγαν από το γραφείο και πήγαν σε ένα εστιατόριο λίγα τετράγωνα παρακάτω, μπήκαν μέσα και παρήγγειλαν μακαρονάδα, ο Νικ μία μπολονέζ και η Κέλι καρμπονάρα, μία σαλάτα και κρασί, καθώς περίμεναν η Κέλι του ξεκίνησε τη συζήτηση
‘’Νικ, ξέρω ότι δεν σε γνωρίζω πολύ καιρό αλλά νιώθω ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ.’’
‘’Και βέβαια μπορείς, πες μου ότι θέλεις, ξέρεις μου είπαν ότι είμαι καλός ακροατής’’
‘’Κοίτα, δεν έχω μιλήσει σε κανέναν σχετικά με τον Έρικ, είμαι από τους ανθρώπους που δεν ξεσπάνε εύκολα, αλλά μου χρειάζεται ένας φίλος αυτή τη στιγμή και δεν θέλω να επιβαρύνω τα κορίτσια γιατί και αυτές ήξεραν τον Έρικ και στεναχωρήθηκαν, αν κάτσουμε να μιλήσουμε θα θυμηθούμε τα παλιά και δεν ξέρω πόσα πακέτα χαρτομάντιλα θα ξοδέψουμε, αλλά δεν είμαι ακόμη έτοιμη να το κάνω, χρειάζομαι κάποιον που να είναι απ’ έξω, νομίζω ότι μπορώ να μιλήσω σε εσένα γιατί δεν είχες κάποια σχέση μαζί του.’’
‘’Σίγουρα, ότι θέλεις, σε ακούω.’’
‘’Πολλοί νομίζουν ότι με τον Έρικ, είχαμε κάτι παραπάνω από συναδελφική σχέση και για να πω την αλήθεια είχαμε, αλλά ήταν αδερφική, τόσα χρόνια, τόσες σκοτούρες που περάσαμε δεν περιγράφονται αλλιώς, ήταν ο αδερφός μου, τον αγαπούσα τόσο πολύ και ξαφνικά τον έχασα, μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση του, θα είχα γλυτώσει από πολύ πόνο…’’
‘’ Έλα Κέλι, μην λες τέτοια πράγματα, δεν είναι σωστό, γιατί σκέψου ότι τον πόνο που περνάς τώρα εσύ θα τον περνούσε αυτός.’’
‘’ Ήτανε πιο δυνατός από εμένα πάντα, είχε οικογένεια και παιδιά, ενώ εγώ τίποτα, μόνο τους γονείς μου και τις φίλες μου αλλά θα ήταν διαφορετικά, εξαιτίας μου σκοτώθηκε.’’
‘’Συγγνώμη, τις υποθέσεις μαζί δεν τις αναλαμβάνατε;’’
‘’Ναι, αλλά αυτός εμένα κυνηγάει και ο Έρικ την πλήρωσε για μένα.’’
‘’Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, δεν σου κάνει καλό.’’
‘’Εντάξει, θα προσπαθήσω, προσπαθώ μάλλον, αλλά δεν μπορώ να μου αλλάξω γνώμη, φταίω εγώ, συνέχεια αυτό σκέφτομαι, κάθομαι μόνη στο σπίτι και μου έρχεται συνέχεια σαν ταινία στα μάτια η στιγμή που άκουσα την βόμβα να εκρήγνυται μπροστά μου, δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου ολόκληρη, θυσιάστηκε για μένα, γνωρίζω ότι σκέφτομαι και φέρομαι παράλογα αλλά…’’
Ο Νικ τραβάει την καρέκλα του και την πλησιάζει, της πιάνει το χέρι στην αρχή και μετά την αγκαλιάζει, η Κέλι ξεσπάει σε λυγμούς τόσο δυνατούς που όλο το μαγαζί γυρνάει παραξενεμένο και τους κοιτάει, δεν ήξερε πώς να την κάνει να σταματήσει, προσπαθούσε όσο μπορούσε να την ηρεμήσει, να την καλμάρει, αλλά δεν έπιανε τίποτα, μετά από πέντε λεπτά άρχισε να συνέρχεται και ζήτησε από τον Νικ ένα τσιγάρο, της το έδωσε και άναψε και αυτός ένα, του ζήτησε συγγνώμη για την κατάσταση που την είδε και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της.
‘’Καλά μιλάς σοβαρά τώρα; Έκανες το σωστό, έπρεπε να τα βγάλεις από μέσα σου και το έκανες, να μην ανησυχείς για μένα, εγώ θα είμαι εδώ πάντα για σένα.’’
‘’Λυπάμαι ειλικρινά Νικ, δεν περίμενα να ξεσπάσω με τέτοιον τρόπο, πάντα ότι μου συμβαίνει τα κρατάω μέσα μου μέχρι να σκάσω και μετά γίνομαι κουρέλι.’’
‘’Εντάξει, δεν πειράζει, αισθάνεσαι κάπως καλύτερα;’’
‘’Πολύ, σε ευχαριστώ, το είχα ανάγκη, είναι τόσες οι αναμνήσεις, ο Έρικ ήταν κάτι ξεχωριστό, τώρα σκέφτομαι ότι πρέπει να φανώ δυνατή για αυτόν, την Μαίρη, την Τζέμα και τα παιδιά τους, πρέπει να βρω αυτό το κάθαρμα που τα έκανε αυτά, πρέπει να…’’ χτύπησε το τηλέφωνο της στα ξαφνικά και τραντάχτηκε μέχρι επάνω.
‘’Μπίσοπ, παρακαλώ.’’
‘’Γεια σου Κέλι, τι κάνεις; Πως πηγαίνουν οι έρευνές σου…;’’
‘’Ποιος είναι;’’
‘’Κάνεις πως δεν με κατάλαβες; Αφού ξέρεις ποιος είμαι.’’
‘’Παλιό….’’
‘’Σε παρακαλώ, να είσαι κόσμια μαζί μου, τι έγινε ανακάλυψες κάτι για μένα ή μήπως χρειάζεσαι και άλλη βοήθεια; Να σου υπενθυμίσω πως έχεις διορία μέχρι αύριο το βράδυ, αν βρεις κάποιο στοιχείο τότε σίγουρα ένα αγαπημένο σου πρόσωπο θα την γλιτώσει, αν πάλι όχι τότε… θα βρίσκεσαι σε μια ακόμα κηδεία να κλαις πάνω από ένα μνήμα.’’
‘’ Έτσι και σε βρω θα μαρτυρήσεις την ώρα και την στιγμή που αποφάσισες να μπλεχτείς μαζί μου, μόνο να σε βρω…’’
‘’Σου υπενθυμίζω, μια μέρα, σε αφήνω τώρα να συνεχίσεις το ραντεβουδάκι σου με τον συνοδό σου, που απ’ ότι βλέπω είναι και όμορφος, αλλά πριν έκλαιγες, σε πείραξε, μήπως να κανονίσω και αυτόν;’’
‘’Εγώ λέω να αφήσεις εμένα, τον συνοδό μου και τους ανθρώπους μου στην ησυχία μας, δεν μπορείς απλά να κάτσεις να μιλήσουμε; Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω με οποιονδήποτε τρόπο, μην συνεχίζεις άλλο αυτόν τον παραλογισμό.’’
‘’Σε προειδοποιώ ντετέκτιβ, μια μέρα ακόμα’’
Της έκλεισε το τηλέφωνο, στράφηκε στον Νικ
‘’ Ήταν πάλι αυτός, δεν ξέρω τι να κάνω, Νικ πως θα τον βρούμε;’’
‘’Αύριο είναι η κηδεία της Μαίρη, τι ώρα είπαμε;’’
‘’Στις δώδεκα και μισή’’
‘’Ωραία, θα βρεθούμε το πρωί, θα πάμε να μιλήσουμε με όσους προλάβουμε πριν και θα συνεχίσουμε μετά την κηδεία, πρέπει να μαζέψουμε όσα στοιχεία μπορούμε. Αλήθεια πες μου κάτι, ξέρεις αν γνωρίζονται μεταξύ τους αυτοί οι άνθρωποι που ανέλαβες τις υποθέσεις και κατάφερες να τους κλείσεις μέσα; Σε αυτές τις κλίκες όλοι μαθαίνουν τις δουλειές του άλλου και γνωρίζονται.’’
‘’Δεν έχω ψάξει κάτι τέτοιο, αύριο που θα ξεκινήσουμε θα μάθουμε. Πάμε να σε αφήσω στο ξενοδοχείο τώρα.’’
‘’Εντάξει, να σε περιμένω κατά τις οχτώ;’’
‘’Ναι, είναι καλά αυτή την ώρα.’’
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν, μόλις έφτασαν στην πόρτα του ξενοδοχείου η Κέλι γύρισε προς τον Νικ και τον φίλησε στο μάγουλο λέγοντάς του
‘’Σε ευχαριστώ για όλα, τώρα νιώθω πως μπορώ να μιλήσω στα κορίτσια, είσαι ο άνθρωπός μου.’’
Της χαμογέλασε και χωρίς δισταγμό την αγκαλιάζει και της σκάει ένα φιλί στο στόμα.
‘’Κάποια στιγμή θα μου το ξεπληρώσεις αυτό, να είσαι σίγουρη, ποτέ δεν ξεχνώ ότι μου χρωστάνε’’ άνοιξε την πόρτα και έφυγε, η καμπαρτίνα που φορούσε είχε κολλήσει στο σώμα του και φαινόταν το πόσο καλοφτιαγμένο ήταν, αναρίγησε στη σκέψη ότι μπορεί κάποια στιγμή να γινόταν δικός της, έστω και για μία ώρα, από την πρώτη στιγμή που τον είδε στο τμήμα ένιωσε ένα δυνατό χτύπο στην καρδιά της και μετά από αυτό το φιλί δεν ήταν σίγουρη αν θα κατάφερνε να κοιμηθεί το βράδυ.
Έφτασε σπίτι, πήρε ένα μπουκάλι κρασί και ένα ποτήρι, ξεντύθηκε, έβαλε απαλή μουσική, γέμισε την μπανιέρα με ζεστό νερό και άλατα, βυθίστηκε μέσα επαναφέροντας στο μυαλό της τα γεγονότα της ημέρας, ήξερε ότι αυτή η κατάσταση με τον Νικ θα προχωρούσε αλλά όχι τώρα γιατί θα της αποσπούσε την προσοχή, έπρεπε αν όχι αύριο, μεθαύριο να κανόνιζε συγκέντρωση με τα κορίτσια στο μπαρ για να τα πούνε ένα χεράκι, το νερό άρχισε να κρυώνει έτσι σηκώθηκε έβαλε τις πυτζάμες της και έπεσε να κοιμηθεί, τα όνειρά της ήταν όμορφα μετά από αρκετές μέρες, είδε τον Νικ τόσο όμορφο, τόσο δυναμικό να την περιμένει σε μια παραλία με ορθάνοιχτη την αγκαλιά του και εκείνη να τρέχει κοντά του με όλη της τη δύναμη μήπως και χαθεί από τα μάτια της, έτρεχε να τον προλάβει, να γίνουν ένα, να μην μπορεί να τους χωρίσει κανένας, να τους αφήσουν να ζήσουν το όνειρό τους.

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ξύπνησε απότομα από το χτύπημα του τηλεφώνου, ήταν χαμένη σε μια λήθη που μέχρι να βρει τον δρόμο για το φως πέρασε αρκετή ώρα, το τηλέφωνο βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι, σηκώθηκε , άναψε το πορτατίφ, είδε το ρολόι, ήτανε τέσσερις και μισή, απάντησε νυσταγμένα:
‘’Μπίσοπ, λέγεται’’
‘’Εδώ ιατροδικαστής Κομπς, σε ξύπνησα;’’
‘’Ελπίζω να είναι σοβαρό αλλιώς θα έρθω εκεί και…’’
Ο Κομπς γέλασε με τον τρόπο της…
‘’Έλα Κέλι, ξέρεις ότι δεν θα μου κάνεις τίποτα, γιατί φέρεσαι έτσι;’’
‘’Εντάξει, με κατάλαβες πάλι, πες μου τι συμβαίνει;’’
‘’Μόλις τελείωσα με την αντιδήμαρχο, θα έρθεις για το πόρισμα; Βρήκα κάτι σημαντικό’’
‘’Μπακ, είσαι τέλειος, έρχομαι’’
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, σκόνταψε όπως πάντα στην καρέκλα δίπλα στην ντουλάπα, καταράστηκε για άλλη μια φορά τον εαυτό της που όλο ξεχνούσε να της αλλάξει θέση και μπήκε στο μπάνιο για ένα ντουζ, μόλις τελείωσε διάλεξε τα ρούχα της, ένα τζίν, ένα μπλουζάκι και το σακάκι της, αυτό το ντύσιμο το είχε υιοθετήσει από τότε που μπήκε στο Σώμα και δεν το είχε αλλάξει μέχρι τώρα, πήρε τα κλειδιά της από το τραπέζι δίπλα στην πόρτα και έφυγε, το αυτοκίνητο της ένα Volvo του 2000 με τετρακίνηση την περίμενε ανυπόμονο λες και ήξερε που έπρεπε να πάει, σταμάτησε να πάρει ένα καφέ, σκέτο όπως πάντα και διπλό, έφτασε στο παρκινγκ της Υπηρεσίας που δεν υπήρχε σχεδόν κανένα αυτοκίνητο και μπήκε μέσα.
‘’Μπακ, ήρθα…’’
‘’Καλώς την, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω αλλά ξέρω ότι το θέμα σε απασχολεί προσωπικά’’
‘’Καλά έκανες, για πες μου τώρα τι έχεις για μένα;’’
‘’Λοιπόν, βάση των στοιχείων, η αντιδήμαρχος μαχαιρώθηκε δέκα φορές, συν της άλλης κάτι που δεν το περιμέναμε, υπάρχουν και ίχνη βιασμού, φαίνεται ότι αντιστάθηκε γιατί τα χέρια της είναι γδαρμένα…’’
‘’Περίμενε λίγο, ίχνη βιασμού πριν ή μετά τον θάνατο;’’
‘’Πριν, η ώρα θανάτου είναι μεταξύ δώδεκα τα μεσάνυχτα και δύο, υπήρξε πάλη, ο δράστης είναι αριστερόχειρας και με μεγάλη μυϊκή δύναμη.’’
‘’Μάλιστα, την τελείωσες ή όχι ακόμα;’’
‘’Τελείωσα, θα φωνάξω το γραφείο κηδειών, να την πάρει και να την ετοιμάσει.’’
‘’Εντάξει, σε ευχαριστώ και πάλι που με ειδοποίησες, αλήθεια τι ώρα πήγε;’’
‘’Είναι εφτά και μισή’’
‘’Ωραία, φεύγω θα πάω να πάρω τον Τζόουνς και να ξεκινήσουμε το ψάξιμο’’
Βγήκε από το νεκροτομείο, πήγε στο αμάξι, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε για τον Τζόουνς, σκέφτηκε ότι έπρεπε να τον πάρει τηλέφωνο να τον ειδοποιήσει αλλά το μετάνιωσε, το πολύ – πολύ θα τον περίμενε λίγο.
Μπαίνοντας στο ξενοδοχείο, πήγε κατευθείαν στην ρεσεψιόν για να τον ζητήσει.
‘’Καλημέρα σας, τον κο. Τζόουνς παρακαλώ’’
‘’Καλημέρα σας, ο κος. Τζόουνς παίρνει το πρωινό του στην τραπεζαρία, να τον ειδοποιήσω;’’
‘’Όχι ευχαριστώ, θα πάω να τον βρω μόνη μου, πως θα τον βρώ;’’
‘’Θα προχωρήσετε στον διάδρομο και μόλις τελειώσει θα στρίψετε αριστερά’’
‘’Ευχαριστώ πολύ’’
Προχώρησε στον διάδρομο, έστριψε αριστερά όπως της είπε ο υπάλληλος και βρέθηκε μέσα στην τεράστια τραπεζαρία, τον έψαξε για λίγο και τελικά τον είδε να κάθεται σε ένα τραπέζι με γυρισμένη την πλάτη στην πόρτα και να απολαμβάνει τον καφέ του βλέποντας την θέα προς την θάλασσα και διαβάζοντας μια εφημερίδα, τον πλησίασε αλλά πριν του πει κουβέντα της μίλησε αυτός.
‘’Καλημέρα Κέλι, δεν σε περίμενα χωρίς να μου τηλεφωνήσεις’’
Η Κέλι ξαφνιάστηκε όταν της μίλησε χωρίς καν να την δει
‘’Καλημέρα, πως κατάλαβες ότι ήμουν εγώ;’’
‘’Τι στο καλό ειδικός πράκτορας θα ήμουν αν δεν καταλάβαινα πότε μπαίνει μια όμορφη γυναίκα μέσα σε έναν χώρο, ειδικά αν αυτήν την γνωρίζω κιόλας, θέλεις να σου πω πως σε κατάλαβα; Λοιπόν, έχεις έναν αέρα που μόνο μια δυναμική γυναίκα σαν εσένα θα μπορούσε να τον έχει και με αυτόν τον αέρα το άρωμα του σώματος σου και της κολόνιας σου φαίνονται στην μύτη ειδικά ενός άντρα σαν… πώς να σου το περιγράψω… σαν βάλσαμο στην ψυχή’’
της χαμογέλασε και φωτίστηκε ολόκληρο το πρόσωπό του, η Κέλι γούρλωσε τα μάτια της γιατί ένιωσε λίγο άβολα άλλα μετά πήρε όλο της το θάρρος και τον ρώτησε
‘’Μήπως με φλερτάρεις λίγο κύριε Νικ…;’’
‘’Θα ήταν παράξενο αν δεν το καταλάβαινες, απορώ πως οι συνάδελφοι σου καταφέρνουν και δουλεύουν μαζί σου.’’
‘’Υπερβολές, είμαι μια κανονική γυναίκα και κανένας μου συνάδελφος δεν μου έχει δείξει ερωτικό ενδιαφέρον μέχρι τώρα’’ του χαμογέλασε
‘’Ωραία μου κυρία έχετε φάει πρωινό;’’
‘’Όχι και πραγματικά πεθαίνω της πείνας, έχω να σου πω και τα νέα του ιατροδικαστή για την αντιδήμαρχο, αλλά περίμενε πρώτα να παραγγείλω’’

Φώναξε τον σερβιτόρο και παρήγγειλε αυγά με μπέικον, τοστ, πορτοκαλάδα και φυσικά καφέ
‘’Βλέπω ότι τιμάς το πρωινό πάρα πολύ, για πες μου τώρα πως και έμαθες τα αποτελέσματα τόσο νωρίς;’’
‘’Αν έχεις τα μέσα όλα τα κάνεις’’ του χαμογέλασε ‘’ με πήρε ο Κομπς στις τέσσερις και μισή το πρωί και με ξύπνησε για τα καλά, τα νέα δεν είναι και τόσο καλά, την μαχαίρωσε δέκα φορές και…’’ την διέκοψε ο σερβιτόρος, άφησε το φαγητό και έφυγε.
‘’Και…’’ την παρότρυνε ο Νικ
‘’Είναι κάτι που δεν θέλω να το σκέφτομαι, αλλά…, εντάξει, υπάρχουν ίχνη βιασμού πάνω της’’
‘’Σοβαρά μιλάς; Λυπάμαι πολύ, βρήκε κάτι άλλο;’’
‘’Μόνο ίχνη πάλης, δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια.’’
‘’Εμείς από πού θα ξεκινήσουμε;’’
‘’Θα πάμε να μιλήσουμε στον άντρα της, να μας πει αν είχε προσέξει καμιά ύποπτη κίνηση τώρα τελευταία και μετά κατευθείαν στο γραφείο μου για να ψάξουμε από τους φακέλους μου ποιος μπορεί να είναι ο δράστης.’’
Σηκώθηκαν από το τραπέζι και ξεκίνησαν για το αμάξι, πρώτος σταθμός το γραφείο του συζύγου της αντιδημάρχου.
Μπήκαν μέσα στην πολυεθνική εταιρία, ο Μαρκ Στιούαρτ ήταν ασφαλιστής γύρω στα σαράντα, κοντός και εύσωμος, τον ζήτησαν στην γραμματεία και τους είπαν να περάσουν.
‘’Καλημέρα Μαρκ, τι γίνεσαι, τα συλλυπητήρια μας, πότε είναι η κηδεία;
‘’Ευχαριστώ πολύ Κέλι, είναι αύριο το μεσημέρι, τα καταφέρνω, ο κύριος;’’
‘’Ειδικός πράκτορας Τζόουνς, χάρηκα για την γνωριμία και λυπάμαι πολύ για την απώλειά σας.’’
Ο Μαρκ του χαμογέλασε κάπως κουρασμένα
‘’Λοιπόν Μαρκ θέλω να μου αναφέρεις οποιαδήποτε παράξενη κίνηση πρόσεξες τώρα τελευταία στην Μαίρη ή στη ζωή σας γενικότερα.’’
‘’Δεν έχω να σου πω και πολλά πράγματα, ξέρεις ότι είμαστε παντρεμένοι πολλά χρόνια αλλά βρισκόμασταν μόνο τα βράδια λόγω της δουλειάς, δεν πρόσεξα κάτι παράξενο, αν και τώρα τελευταία φαινόταν κάπως φοβισμένη’’
‘’Δεν την ρώτησες γιατί και αν δεν μπορούσε να μιλήσει σε σένα γιατί δεν ήρθε σε μένα μήπως έβρισκα εγώ κάτι;’’
‘’Δεν ξέρω καλή μου, σου είπα δεν έχω κάτι να σου πω εκτός από αυτό.’’
‘’Εντάξει, αν θυμηθείς κάτι πάρε με τηλέφωνο, θα μας συγχωρήσεις τώρα πρέπει να φύγουμε’’
΄΄Γεια σας και Τζόουνς μακάρι να γνωριζόμασταν κάτω από άλλες συνθήκες, θα χαιρόμουνα πολύ να σε γνωρίσω καλύτερα’’
‘’Θα γίνει κάποια στιγμή και αυτό όμως μόλις βρούμε τον δολοφόνο της Μαίρης.’’
Βγήκαν από την εταιρία, μπήκαν στο αμάξι και ξεκίνησαν για το γραφείο της Κέλι, καθώς οδηγούσε τον ρώτησε…
‘’Νικ, έχεις χάσει ποτέ συνάδελφο;’’
‘’Όχι για καλή μου τύχη’’
‘’Μετά το γραφείο θα ήθελες να πάμε για φαγητό ή ποτό; Μου χρειάζεται να μιλήσω σε κάποιον’’
‘’Πες πως έγινε’’
‘’Σε ευχαριστώ’’
Έφτασαν στο Τμήμα και πήγαν κατευθείαν στο γραφείο, παρήγγειλαν καφέ και ξεκίνησαν να ψάχνουν τους φακέλους, η Κέλι είχε πει σε έναν υφιστάμενο της να ψάξει να βρει τις υποθέσεις που δούλεψε και να τις χωρίσει ανά κατηγορία, φόνοι, ληστείες, βόμβες κτλπ.
‘’Έχω δέκα πέντε βομβιστικές υποθέσεις από πού να αρχίσουμε;’’
‘’Από την πιο παλιά και θα συνεχίσουμε στην πιο πρόσφατη’’
‘’Λοιπόν ξεκινάμε, υπόθεση Μάρλεϋ, απορρίπτεται γιατί είναι ακόμα μέσα στην φυλακή, υπόθεση Ντιουκ το ίδιο, υπόθεση Μάντισον και Μπίτι και αυτές γιατί είναι νεκροί και οι δύο’’
‘’Αυτός εδώ, για ρίξε μια ματιά, Μόρισον λέγεται, λέει ότι αποφυλακίστηκε μετά από πέντε χρόνια με περιοριστικούς όρους.’’
‘’Ναι, τον θυμάμαι, βάλε τον φάκελο στην άκρη, συνεχίζουμε, Τζέϊκομπ, Γκρέι, Τσίλτον, Μάτλοκ και Μπερνς και αυτοί είναι ακόμα φυλακή, άρα δεν ανησυχούμε για αυτούς, Άντισον, Μπερκ, Μόρις…’’
‘’Έχω έναν ΜακΆνταμς, ο οποίος είναι έξω.’’
‘’Ωραία και ο τελευταίος μας, ο Μπλέϊκ, δηλαδή έχουμε έξι υποθέσεις που πρέπει να ερευνήσουμε’’
‘’Στα χέρια μου έχω τον Μόρισον, μετά την αποφυλάκιση του, πριν τρία χρόνια τον έπιασαν πάλι για μια ληστεία αλλά έμεινε μέσα για πέντε μήνες και την γλύτωσε πάλι’’
‘’Άντισον, μόνο δύο κλήσεις τροχαίας, τίποτα άλλο, Μπερκ, δουλεύει σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, δεν υπάρχει κάτι.’’
‘’Μόρις, να κάτι που δεν ξέρεις, πέθανε πριν δύο μήνες από καρδιά’’
‘’Αυτό δεν το θυμόμουνα, άρα έχουμε πέντε, ΜακΆνταμς, καθαρός και Μπλέϊκ, μόλις βγήκε από την φυλακή.’’
Κάθησαν αρκετές ώρες ακόμα συζητώντας, δεν κατάλαβαν πότε πήγε εφτά η ώρα το απόγευμα, αποφάσισαν να τα παρατήσουν και να πάνε για φαγητό.