Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Το φως του ήλιου έμπαινε έντονο μέσα στο δωμάτιο, η Κέλι άνοιξε τα μάτια και έψαξε τον Νικ δίπλα της, αυτός όμως δεν βρισκόταν στο δωμάτιο, αφουγκράστηκε λίγο και κατάλαβε ότι ήταν στο μπάνιο, κοίταξε το ρολόι και συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ νωρίς, ακόμα δεν είχε πάει οχτώ, γύρισε από την άλλη μεριά και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, ο Νικ βγήκε μετά από λίγη ώρα, όταν τον άκουσε σηκώθηκε
''Καλημέρα, γιατί ξύπνησες από τόσο νωρίς; Αν το έχεις ξεχάσει, πρέπει να ξεκουράζεσαι αυτές τις ημέρες.''
''Γεια και σε εσένα, μου έλειπε κάποιος από κοντά μου και δεν μπόρεσα να κοιμηθώ περισσότερο'' την πλησίασε και κάθισε μαζί της στο κρεβάτι
''Έλα να σε βάλω να κοιμηθείς λίγο ακόμα''
''Τώρα τελείωσε η υπόθεση και να κάτσω στο κρεβάτι δεν υπάρχει περίπτωση να με πάρει ο ύπνος, θα σηκωθώ να πιούμε μαζί καφέ''
''Εντάξει, σε περιμένω κάτω, θα πω στην Ρόζα να σερβίρει και για σένα''
πήρε το σακάκι του και έφυγε, η Κέλι πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε και κατέβηκε, δεν άλλαξε γιατί πραγματικά αισθανόταν σαν στο σπίτι της
''Καλημέρα Ρόζα, πως είσαι σήμερα;''
''Πολύ καλά Κέλι μου. Τι προτιμάς για πρωινό;''
''Ότι υπάρχει στο τραπέζι, δεν με πειράζει καθόλου''
''Έχω έτοιμα αυγά και τοστ''
''Το πιο ωραίο πράγμα, θέλω τρία αυγά''
''Τρία; Θα πάθεις τίποτα κορίτσι μου με τόση χοληστερίνη''
''Μπα, με βοηθάνε να κρατηθώ όλη την ημέρα. Εσύ, Νικ έφαγες;''
''Περιμένω εσένα, μόνο καφέ ήπια, Ρόζα βάλε μου και εμένα τα ίδια''
''Αχ! Εσείς οι νέοι, δεν καταλαβαίνετε ότι κάποια πράγματα θα σας πειράξουν αργότερα''
''Έλα άσε την μητρική φιγούρα τώρα και πεινάμε''
''Εντάξει, έρχομαι αμέσως.''
χάζεψαν για λίγο στην τηλεόραση και μετά η Κέλι τον ρώτησε
''Αγάπη μου, τι ώρα θα τελειώσεις;''
''Κατά τις μία, θέλεις να περάσεις γύρω στις δώδεκα από το τμήμα να γνωρίσεις τους συνεργάτες μου;''
''Δεν ξέρω, είναι σωστό;''
''Γιατί να μην είναι; Θα περάσεις μόνο μια βόλτα να με δεις και να με πάρεις, μετά θα φύγουμε κατευθείαν για τους γονείς μου.''
''Καλά, θα έρθω''
''Ορίστε τα φαγητά σας, καλή όρεξη''
''Κάτσε μαζί μας, θέλω να σου πω κάτι, φέρε και τον καφέ σου''
η Ρόζα τον έφερε και κάθισε
''Λοιπόν, Ρόζα μου, σήμερα σε απαλλάσσω από όλα τα καθήκοντά σου, εκτός από ένα''
''Και πιο είναι αυτό;''
''Θα πας την Κέλι για ψώνια μέχρι τις δώδεκα και μετά θα μου την στείλεις στο γραφείο, εντάξει;''
''Νικ, σε παρακαλώ, δεν θέλω να την υποχρεώσω''
''Δεν είναι τίποτα για εμένα''
''Μόλις την βάλεις στο ταξί, πάρε ρεπό όλη την υπόλοιπη μέρα, δεν θα σε χρειαστούμε''
''Ωραία, συμφωνώ, αλλά τώρα εσύ κουνήσου γιατί θα αργήσεις''
''Σωστά, πες πως έχω φύγει ήδη, τα λέμε αργότερα''
πήρε τα πράγματά του, φίλησε και τις δύο και εξαφανίστηκε
''Κέλι χρειάζεσαι κάτι άλλο;''
''Όχι, έλα να τελειώσουμε το πρωινό μας, να μαζέψουμε και να ετοιμαστούμε για shopping therapy''
''Εσύ δεν έχεις καμία δουλειά να μαζέψεις τίποτα, θα πας επάνω να ντυθείς και μέχρι να κατέβεις εγώ θα τα έχω όλα τελειώσει. Άντε πίνε''
''Καλά ντε, μην με μαλώνεις''
ύστερα από δέκα λεπτά ήταν στο δωμάτιο, καθώς ντυνόταν σκέφτηκε τι όμορφα που ήταν εδώ, δεν ήθελε να φύγει και όμως σε ένα μήνα έπρεπε να ήταν πίσω στην καθημερινότητά της, δεν ήξερε τι να κάνει, πως μπορούσε να αφήσει τον Νικ μόνο, τον ήξερε λίγο καιρό αλλά της είχε γίνει απαραίτητος, επέπληξε τον εαυτό της που πήγαινε να χαλάσει αυτόν τον όμορφο μήνα και συνέχισε να βάφεται, ήταν έτοιμη να κατέβει όταν θυμήθηκε να πάρει την μαμά της τηλέφωνο, άφησε την τσάντα της και σχημάτισε τον αριθμό, χτύπησε μία, δύο, τρείς φορές, πήγε να το κλείσει αλλά στην τέταρτη το σήκωσε
''Παρακαλώ;''
''Μαμά εγώ είμαι, τι κάνετε;''
''Επιτέλους, ανησύχησα για σένα που δεν πήρες''
''Μπορούσες ξέρεις να με πάρεις στο κινητό''
''Περίμενα να δω πότε θα φιλοτιμηθείς εσύ''
''Καλά ας τα αφήσουμε αυτά, πως περνάτε χωρίς εμένα;''
''Όπως πάντα κορίτσι μου, τα ίδια. Α! Πήρε ο αδερφός σου τηλέφωνο, είπε ότι θα κάνει ένα ταξίδι με την κοπέλα και μετά θα γυρίσει πίσω''
''Μάλιστα, γιατί εμένα μου είχε πει ότι θα γυρίσει σύντομα''
''Σε ένα μήνα θα είναι εδώ''
''Εντάξει μαμά, θα σε αφήσω τώρα, πάω να κάνω βόλτα στην Νέα Υόρκη, θα σε πάρω αργότερα, φιλιά''
''Γεια σου κορίτσι μου και μην μας ξεχνάς''
όταν κατέβηκε, η Ρόζα την περίμενε στην πόρτα
''Φεύγουμε;''
''Ξεκινάμε, με τι θα πάμε;''
''Με το αμάξι μου, φυσικά''
μπήκαν μέσα και μετά από λίγη ώρα βρέθηκαν στο κέντρο
''Τι σκοπεύεις να πάρεις;''
''Δεν έχω κάτι στο μυαλό μου, ότι βρω και μου αρέσει θα το πάρω''
''Τώρα με φώτισες''
''Εσύ έχεις τίποτα κατά νου;''
''Θέλω ένα ταγεράκι γιατί σε δύο βδομάδες παντρεύεται ο ανιψιός μου''
''Ωραία, ξεκινάμε από εκεί''
αφού έβαλαν το αυτοκίνητο σε πάρκινγκ, άρχισαν το περπάτημα, βρέθηκαν στην εικοστή οδό, την καλύτερη για ψώνια, μπορούσες να βρεις ότι ήθελες εκεί, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο, οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβουν ώσπου πέρασαν μπροστά από το μεγάλο ρολόι της πόλης και είδαν ότι ήταν δώδεκα παρά τέταρτο
''Ωχ! Θα με σκοτώσει ο Νικ αν αργήσεις, πάμε γρήγορα στο αυτοκίνητο, ευτυχώς δεν είμαστε πολύ μακριά''
''Από που, από το αυτοκίνητο ή τον Νικ;''
''Από το πρώτο, αλλά και το γραφείο είναι σχετικά κοντά''
έφτασαν στο αυτοκίνητο, μπήκαν και σε ένα τέταρτο ήταν έξω από τα γραφεία του FBI
''Εδώ είμαστε, θα ανέβεις τα σκαλιά και θα πας στον τέταρτο όροφο, ρώτα και θα σου πουν που βρίσκεται''
''Σε ευχαριστώ Ρόζα μου, θα τα πούμε το πρωί, είσαι πολλή καλή''
''Δεν κάνει τίποτα, καλά να περάσετε. Α! Κέλι, να προσέχεις μόνο με την κυρία Τζόουνς, είναι ιδιαίτερη γυναίκα, με την πρώτη ματιά δεν θα την συμπαθήσεις αλλά προσπάθησε, θα καταλάβεις ότι στο βάθος είναι μια ψυχούλα''
''Θα προσέχω, και πάλι σε ευχαριστώ''
μπήκε στο κτίριο, ανέβηκε στον τέταρτο και ζήτησε τον Νικ, της έδειξαν την πόρτα, όμως όλοι την κοιτούσαν με περιέργεια γιατί ήξεραν ποια είναι, προχώρησε στον διάδρομο και χτύπησε την πόρτα, άκουσε την γνωστή φωνή του και μπήκε μέσα, ήταν μαζί με άλλους δύο, τους χαιρέτησε όλους
''Καλησπέρα σας''
''Καλώς την, Κέλι να σου συστήσω τον Αρχηγό μας, τον κύριο Άνταμσον και τον συνεργάτη μου, τον Τζίν, κύριοι από εδώ η κυρία Κέλι Μπίσοπ, ντετέκτιβ του τμήματος της Καλιφόρνια που σας έλεγα''
η Κέλι τους πλησίασε και έτεινε το χέρι της
''Χάρηκα πολύ και με τους δύο σας''
''Η χαρά είναι όλη δική μας, ο Νικ μας έχει πει για σένα τα μύρια όσια''
''Ελπίζω τουλάχιστον να ήταν καλά'' τους χαμογέλασε
''Τα καλύτερα που μπορεί να πει κάποιος για εσάς κυρία μου''
''Σας ευχαριστώ πολύ, θα ήθελα όμως να με φωνάζετε με το όνομά μου και στον ενικό, εάν δεν σας πειράζει''
''Καθόλου και εμείς θα προτιμούσαμε το ίδιο από εσάς, εεεε, συγγνώμη από εσένα''
''Κέλι, έλα να σου συστήσω και τους υπόλοιπους, μετά θα φύγουμε. Κύριοι, θα μας συγχωρήσετε''
πήγαν στην μεγάλη αίθουσα, τους φώναξε όλους, τους σύστησε και αφού έγιναν τα τυπικά την πήρε να φύγουν, στον δρόμο την ρώτησε πως της φάνηκαν οι συνάδελφοί του
''Ήταν όλοι καταπληκτικοί, δουλεύεις σε ένα πολύ όμορφο κλίμα''
''Το ξέρω, είμαι από τους τυχερούς''
''Πότε ξεκινάει η άδεια σου;''
''Από σήμερα, δυστυχώς για σένα''
έφτασαν στα προάστια και στην έπαυλη των γονιών του
''Νικ, δεν περίμενα ότι ήσουν τόσο πλούσιος, είδα μεν το σπίτι σου, όμως...''
''Όμως τι;''
''Δεν μου είπες κάτι, να ντυθώ ανάλογα''
''Μια χαρά είσαι, το κουστούμι σου είναι πολύ καλό''
''Μήπως έπρεπε να φορέσω κάτι πιο επίσημο''
''Δεν χρειάζεται, είμαστε απλοί άνθρωποι, απλώς η μαμά είναι διαφορετική''
''Δηλαδή;''
''Έχει τον χαρακτήρα των μεγάλων κυριών στην Νέα Υόρκη, μην την παρεξηγήσεις, μόλις σε γνωρίσει καλύτερα θα γίνει κανονικός άνθρωπος''
''Πιστεύω πως θα το αντέξω''
χτύπησαν το κουδούνι και τους άνοιξε η υπηρέτρια
''Κύριε Νικ, καλησπέρα σας, περάστε, σας περιμένουν στο σαλόνι. Να πάρω τα πράγματά σας;''
''Σε ευχαριστούμε Βαλένσια'' έδωσαν τα πανωφόρι τους και προχώρησαν στο σαλόνι, ήταν όλοι εκεί, οι γονείς του, η αδερφή του με τον άντρα και τα παιδιά και η θεία Έμιλυ, η αδερφή του μπαμπά του
''Καλησπέρα σε όλους''
''Νικ, ήρθες αγάπη μου. Έλα να σε φιλήσω''
τον αγκάλιασε και τον έσφιξε
''Έλα μαμά, χαλάρωσε, θα με σκάσεις'' έτρεξαν τα ανιψάκια του και έπεσαν στην αγκαλιά του
''Θείε, θείε, σε επιθυμήσαμε πολύ, που ήσουν τόσο καιρό;''
''Είχα δουλειές μωρά μου, τώρα όμως θα με δείτε να με χορτάσετε''
τους αγκάλιασε και τους φίλησε όλους, σύστησε την Κέλι
''Μαμά, μπαμπά, Ζιζέλ, Άντριαν, θεία και παιδιά από εδώ η Κέλι, Κέλι οι γονείς μου, Μπράιαν και Ζόι, η αδερφή μου Ζιζέλ, ο άντρας της Άντριαν, η θεία Έμιλυ και τα παιδιά Φράνκ και Λίζα''
''Καλώς ήρθες παιδί μου στο σπίτι μας, ελάτε να καθίσετε. Θα πάρετε κάτι;''
''Ένα μπράντι πρίνε το φαγητό είναι ότι πρέπει''
''Θα φωνάξω τώρα να έρθουν'' χτύπησε το καμπανάκι και η Βαλένσια ήρθε σαν σίφουνας
''Μάλιστα κυρία, τι θα θέλατε;''
''Δύο μπράντι και γρήγορα''
''Αμέσως''
''Λοιπόν, Κέλι, τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις;''
''Είμαι ντετέκτιβ σε ένα τμήμα της Καλιφόρνια''
''Ντετέκτιβ;''
''Ναι μαμά, ντετέκτιβ''
''Είναι δουλειά αυτή για γυναίκες;''
''Να συγχωρήσετε την αγένειά μου, άλλα κατάγομαι από οικογένεια αστυνομικών και δεν ήθελα να χαλάσω την παράδοση''
''Καθόλου αγένεια, απλά δεν θεωρώ τις γυναίκες για αυτές τις δουλειές, βρίσκεσαι συνέχεια στους δρόμους και δεν έχεις προσωπική ζωή, αυτό δεν πρέπει να το χάνει μια γυναίκα''
''Καταλαβαίνω τις απόψεις σας, όμως πλέον ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι και μπορούμε να κάνουμε τα πάντα ανεξαιρέτως αν είσαι γυναίκα ή άντρας''
''Έλα μαμά, μην αρχίζεις τώρα, ο καθένας έχει τις επιλογές του''
τους έφεραν τα ποτά τους
''Στην υγειά σας και καλώς σας βρήκαμε''
''Στην υγειά σας και καλώς μας ήρθατε''
κάθισαν περίπου μια ώρα και συζητούσανε ώσπου ήρθε η Βαλένσια και ανακοίνωσε ότι το φαγητό ήταν έτοιμο, προχώρησαν στην τραπεζαρία και σερβιρίστηκαν, όλα τα φαγητά ήταν προσεγμένα, για ορεκτικό υπήρχε κοτόσουπα, για πρώτο πιάτο φιλετάκια κοτόπουλου μαριναρισμένα, για κυρίως πιάτο χοιρινό μπούτι με πατάτες και τέλος, για γλυκό υπήρχε κέικ σοκολάτας.
''Μαμά, είσαι υπέροχη, σε ευχαριστούμε για αυτό το θαυμάσιο φαγητό''
''Δεν έκανα τίποτα παιδί μου, απλά πράγματα''
''Μόνο που πέρασε η ώρα και αφού έχουμε τελειώσει τον καφέ μας, θα πρέπει να σας αφήσουμε. Είμαι κουρασμένος, έτσι κι αλλιώς μεθαύριο φεύγουμε κρουαζιέρα και χρειάζεται να ετοιμαστούμε''
''Που θα πάτε ακόμα δεν ήρθατε;''
''Πήρα άδεια μετά από τόσα χρόνια, αποφάσισα ότι χρειάζομαι διακοπές''
''Όπως είναι καλύτερα για εσάς. Να σας συνοδεύσω ως την πόρτα''
τους έβγαλε μέχρι έξω, όταν όμως η Κέλι μπήκε στο αμάξι τον κράτησε λίγο
''Αγάπη μου, ξέρεις ότι δεν θέλω να μπλέκομαι στην ζωή σου, την συμπάθησα την κοπέλα, όμως δεν είναι του κύκλου μας, σε παρακαλώ να το κοιτάξεις''
''Μαμά, καλά κάνεις και δεν ανακατεύεσαι, η ζωή είναι δική μου και την κάνω ότι θέλω. Καληνύχτα, θα σε πάρω πριν φύγω ταξίδι. Χαιρέτησε τους υπόλοιπους και έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο.
''Τι σου έλεγε;''
''Τίποτα μωρέ, τα δικά της, σαν μαμά''
''Νικ, δεν θέλω να σου δημιουργήσω κάποιο πρόβλημα''
''Σαν τι δηλαδή;''
''Να μαλώσεις με την οικογένεια σου''
''Αυτό μην σε φοβίζει, θα στρώσει. Άντε φτάσαμε, πάμε να κοιμηθούμε, αύριο θα ψάχνουμε σε πιο μέρος θα πάμε''
''Εντάξει, πάω να βάλω πιτζάμες, είμαι πτώμα''
ξάπλωσαν στο κρεβάτι μίλησαν για λίγο περί ανέμων και υδάτων
''Νικ, καληνύχτα''
''Καληνύχτα, μωρό μου!''

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Μόλις σηκώθηκαν έκαναν ένα μπανάκι, ήπιαν έναν καφέ και έφυγαν για το αεροδρόμιο, η πτήση τους αναχωρούσε στις δέκα, έφτασαν μια ώρα πριν, έκαναν έλεγχο στα εισιτήρια τους και όσο περίμεναν για να ανέβουν στο αεροπλάνο ψώνισαν κάποια πράγματα από τα μαγαζάκια, μόλις ανακοινώθηκε ότι η επιβίβαση ξεκινάει έκαναν έλεγχο αποσκευών και περίμεναν την σειρά τους για να τους βάλουν στις θέσεις τους.
Η πτήση κράτησε σαράντα πέντε λεπτά, όταν κατέβηκαν η Κέλι είχε ένα σφίξιμο στο στομάχι, αυτό το πάθαινε κάθε φορά που πετούσε, κάθισαν για λίγο στην καφετέρια για να ηρεμήσει, όταν ένιωσε καλύτερα πήγαν στην έξοδο για να βρουν ένα ταξί, ο Νικ έδωσε την διεύθυνση του, καθώς προχωρούσαν στους δρόμους της Νέας Υόρκης η Κέλι ένιωθε μια τρελή χαρά, είχε έρθει ξανά αλλά τώρα της φαινόταν όλα διαφορετικά, φαντάστηκε να περπατάει το βράδυ αγκαλιά με τον Νικ και αναστέναξε δυνατά
''Τι έγινε αγάπη μου, αισθάνεσαι καλά;''
''Μια χαρά, γιατί ρωτάς;''
''Επειδή αναστέναξες τόσο βαθιά και ανησύχησα''
''Όχι, μην αγχώνεσαι, απλά βλέποντας την διαδρομή, σκέφτηκα τι όμορφα που θα είναι μια βόλτα εδώ το βράδυ''
''Αυτό σου το υπόσχομαι ότι είναι πάρα πολύ ωραία, το βραδάκι θα σε βγάλω έξω και θα το δεις''
''Αλήθεια, που είναι επιτέλους το σπίτι σου;''
''Δύο τετράγωνα πιο κάτω, σε λίγο θα φανεί''
''Άντε να δω και το γούστο σου''
''Νομίζω ότι το γούστο μου το ξέρεις''
''Δεν εννοώ αυτό βρε χαζούλι''
''Άκου, το σπίτι μου μετά από τον θάνατο της γυναίκας και της κορούλας μου, δεν του έκανα και πολλές αλλαγές, έδωσα κάποια πράγματα γιατί μόνο στην θύμηση της δεν ήθελα να τα βλέπω, κατά τα άλλα η διακόσμηση είναι δικιά της''
''Λυπάμαι πολύ αγάπη μου''
''Μην σκας, το έχω ξεπεράσει πλέον και είμαι καλά, δεν φαίνεται άλλωστε;''
''Και βέβαια φαίνεται'' του είπε και του έδωσε ένα φιλί
''Ορίστε, να το, φτάσαμε''
''Ποιο; Αυτό το θηρίο;''
''Δεν είναι τόσο μεγάλο όσο φαίνεται''
''Πλάκα μου κάνεις τώρα; Το δικό μου μοιάζει καλύβα μπροστά σε αυτό''
''Έλα, μην μιλάς πολύ, κατέβα, να πάρουμε τις βαλίτσες και να σε ξεναγήσω στο παλάτι μου''
πράγματι το σπίτι ήταν σαν μικρό παλάτι, με το που πέρασαν την καγκελόπορτα η Κέλι κάθισε και χάζεψε τον κήπο, ήταν τεράστιος, παντού έβλεπες λουλούδια, τριαντάφυλλα, κρίνους, αζαλέες και κάθε λογής φυτό που μπορούσες να φανταστείς, μπαίνοντας στο σπίτι τους υποδέχτηκε μια γυναίκα
''Καλημέρα Ρόζα μου. Τι κάνεις, όλα καλά εδώ;'' πήγε και την αγκάλιασε
''Καλημέρα Νικ, πως πέρασες;''
''Ας πούμε ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και χειρότερα. Να σου συστήσω από εδώ την Κέλι, φίλη, Κέλι από εδώ η Ρόζα η οικιακή μου βοηθός''
''Χάρηκα πολύ κυρία''
''Σε παρακαλώ να με φωνάζεις με το όνομά μου Ρόζα, για να τα πάμε καλά οι δύο μας''
''Όπως επιθυμείς, να σας φέρω κάτι να πιείτε; Για τις βαλίτσες θα φωνάξω τον Μαρκ.''
''΄Εναν καφέ θα το πίναμε και οι δύο''
''Έρχεται σε λίγο''
αφού έφυγε, η Κέλι άρχισε να προχωράει μέσα στο σπίτι, το πόσο όμορφο ήταν δεν μπορούσε να το περιγράψει, αφού ο Νικ την άφησε λίγο να περιτριγυρίσει της είπε
''Αυτός εδώ είναι ο διάδρομός μας, οι πίνακες που βλέπεις στα δεξιά σου είναι η συλλογή της γυναίκας μου, όλα είναι αυθεντικά έργα του Πικάσο, έλα από εδώ τώρα'' πέρασαν την πόρτα που βρισκόταν στα αριστερά της
''Εδώ είναι το σαλόνι''
''Νικ, είναι πολύ όμορφο''
''Αυτό είναι αλήθεια'' ήταν τεράστιο, υπήρχαν δύο σαλόνια, ένα μικρό δίπλα στο τζάκι και ένα άλλο, το μεγάλο, το οποίο απλωνόταν στο υπόλοιπο δωμάτιο και μπροστά στις πόρτες που έβλεπαν στον κήπο, η Κέλι τα έχασε, δεν μπορούσε να πει κουβέντα, τα έπιπλα ήταν σε πολύ μοντέρνο ρυθμό αλλά παράλληλα απέπνεαν και μια ανάσα παλιού καιρού, υπήρχαν και εδώ πίνακες, πάνω στο τζάκι είδε κάποιες φωτογραφίες, πλησίασε
''Μπορώ να τις δω;''
''Και το ρωτάς; Έλα να σου πω ποιοι είναι ποιοι''
έπιασε στα χέρια της μία,
''Πέτυχες διάνα κατευθείαν, αυτή είναι η γυναίκα μου η Ρέιτσελ, δίπλα στην άλλη κορνίζα είναι η κόρη μου η Μαρί'' όταν μίλησε για την κόρη του η φωνή του έγινε λίγο πιο σιγανή
''Ήταν όμορφες και οι δύο''
''Όπως το είπες, ήταν...''
''Αχ! Μωρό μου, καταλαβαίνω ότι σου είναι δύσκολο''
''Μην ρίχνουμε τώρα την ψυχολογία μας, η επόμενη είναι ο μπαμπάς μου και η μαμά μου, η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά τους, εδώ εγώ στην αποφοίτηση μου από την σχολή''
''Δεν άλλαξες από τότε''
''Σχεδόν καθόλου, μόνο με κάποιες ρυτίδες την γλύτωσα, ευτυχώς'' γέλασαν και οι δύο
''Αχ! Αυτή είναι του γάμου σας, ε;''
''Ναι, μόλις είχε τελειώσει η τελετή''
καθώς μιλούσαν ήρθε η Ρόζα
''Έτοιμοι οι καφέδες σας, Κέλι πως τον πίνεις εσύ;''
''Σκέτο, ούτε γάλα''
''Σαν τον Νικ και εσύ, να δω πότε θα σας πιάσει το στομάχι σας, δεν φτάνει που είναι σκέτοι τους πίνετε και τον ένα μετά τον άλλο.''
''Εντάξει Ρόζα, σε ευχαριστώ πολύ, τι καλό θα μας ετοιμάσεις για μεσημέρι;''
''Ότι τραβάει η όρεξή σας''
''Μια μακαρονάδα από τα χεράκια σου, ξέρεις από εκείνη με τη καυτερή σάλτσα;''
''Εγώ νόμιζα ότι θα πεις κανένα παράξενο, το πιο εύκολο πράγμα ζητάς''
''Δεν θέλω να σε παιδέψω ακόμα δεν γύρισα''
''Κατά τις δύο είναι καλά να φάτε;''
''Ναι, είναι τέλεια'' η Ρόζα έφυγε και έμειναν πάλι μόνοι τους
''Θα μου δείξεις και το υπόλοιπο σπίτι;''
''Βεβαίως, να πιούμε όμως πρώτα τον καφέ μας'' μετά από μισή ώρα σηκώθηκαν, της έδειξε το γραφείο του, τι οποίο ήταν πολύ επιβλητικό
''Νικ, πως μπορείς και δουλεύεις σε τόσο μουντό γραφείο;''
''Εάν ήταν πιο χαρούμενο, δεν θα υπήρχε περίπτωση να λύσω τις υποθέσεις μου''
''Όλος ο τοίχος από πάνω μέχρι κάτω βιβλιοθήκη, ένα τεράστιο τζάκι και στη μέση το γραφείο σου, λίγο συνηθισμένο δεν είναι;''
''Αν δεν σου αρέσει μην μπαίνεις''
''Μην θυμώνεις, μια πλάκα σου έκανα''
''Πάμε στο δωμάτιο παιχνιδιών''
''Τι; Έχεις και τέτοιο;''
''Υπήρχε περίπτωση να μην έχω;''
όταν μπήκαν μέσα η Κέλι αντίκρισε ένα πανδαιμόνιο, ένα τραπέζι για επιτραπέζια, ένα για πινγκ-πονγκ, μπιλιάρδο και σε μια γωνία πιο πέρα υπήρχε ένας καναπές και ένα σύνθετο το οποίο πάνω είχε κάθε λογής ηλεκτρονικό παιχνίδι, playstation, xbox και πολλά άλλα
''Αυτός είναι ο παράδεισός μου, ειδικά το βράδυ''
''Δεν είσαι καλά εσύ''
''Γιατί; Όλοι κρύβουμε ένα παιδί μέσα μας, το θέμα είναι πως θα το βγάλει ο καθένας έξω, εγώ ανακάλυψα αυτόν τον τρόπο. Τώρα μας μένει η τελευταία μας στάση που είναι τα δωμάτια στον πάνω όροφο''
''Άντε πάμε να τα δούμε και αυτά, γιατί ειλικρινά άρχισα να κουράζομαι με τόσο περπάτημα''
ανέβηκαν την μεγάλη εσωτερική σκάλα και εκεί η Κέλι βρήκε μια μεγάλη έκπληξη, ο όροφος χωριζόταν σε δύο πτέρυγες, στην αριστερή υπήρχαν τα δωμάτια των ξένων και στην δεξιά η κρεβατοκάμαρα του Νικ και άλλα δύο δωμάτια τα οποία προοριζόταν όπως της είπε για τα παιδιά, στη μέση υπήρχε ένα άγαλμα και από δίπλα ένα τζάκι και δύο καρεκλοπολυθρόνες, της έδειξε τα δωμάτια ένα ένα, όλα είχαν το δικό τους μπάνιο, ένα γραφειάκι με υπολογιστή επάνω και μικρό σαλονάκι, όταν πήγαν στο παιδικό δωμάτιο ήταν σαν να έμενε κάποιο παιδί εκεί
''Δεν το πείραξα καθόλου, δεν ήθελα να φύγει η θύμηση της από εδώ μέσα και δεν θέλω να το αλλάξω, θα μείνει όπως το άφησε η μικρή ότι και αν γίνει''
''Εντάξει μωρό μου μην σε ανησυχεί αυτό, κανένας δεν θα το πειράξει, πάμε στο δωμάτιό σου;''
''Ακολούθησε με'' όταν άνοιξε την πόρτα είδε ένα φωτισμένο από τον ήλιο δωμάτιο που της άρεσε πιο πολύ από τα άλλα, το κρεβάτι ήταν υπέρδιπλο και τόσο μαλακό, πήγε στο παράθυρο και κοίταξε τον κήπο από κάτω, ήταν τέλεια
''Νικ, δεν παίζεσαι με τίποτα'' τον αγκάλιασε και τον φίλησε με πολλή αγάπη, το μπάνιο και η ντουλάπα ήταν ολόκληρα δωμάτια από μόνα τους, ξαφνικά χτύπησε το εσωτερικό τηλέφωνο
''Πες μου Ρόζα''
''Νικ, είναι δύο, δεν θα κατέβετε για φαγητό;''
''Πότε πήγε; Δεν το καταλάβαμε, ερχόμαστε τώρα. Άντε κοπελιά, πάμε να φάμε''
κατέβηκαν στην τραπεζαρία, το μεσημεριανό τους περίμενε, μαζί και η Ρόζα,
''Θα θέλατε κάτι άλλο;''
''Ναι Ρόζα, να φας μαζί μας, πάντα τρώμε μαζί, τώρα θα το χαλάσουμε;''
''Μα η Κέλι δεν το ξέρει αυτό και ίσως δεν θέλει''
''Σοβαρά μιλάς; Πάρε ένα πιάτο και έλα''
''Πολύ καλά, θα σας κάνω παρέα'' μέχρι να πάει στην κουζίνα και να έρθει η Κέλι είχε σερβίρει και την περίμενε, πήρε το πιάτο της το γέμισε και κάθισαν όλοι μαζί συζητώντας, μόλις τελείωσαν ήπιαν ακόμα έναν καφέ και πήγαν να ξαπλώσουν, ο Νικ είπε στην Ρόζα να τους ξυπνήσει κατά τις έξι, ανέβηκαν επάνω, μπήκαν και οι δύο στην μπανιέρα, έκαναν μπάνιο ο ένας στον άλλο και έρωτα με πάθος τρελό, ξάπλωσαν στο κρεβάτι κατά τις τέσσερις και μισή, πότε πήγε έξι δεν το κατάλαβαν, αφού σηκώθηκαν είπαν στην Ρόζα να φέρει καφέ στο δωμάτιο παιχνιδιών, έκατσαν με τις ώρες, έπαιξαν όλα τα παιχνίδια που υπήρχαν, σε κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσε ο Νικ
''Παρακαλώ;''
''Γεια σου αγόρι μου. Τι κάνεις, πότε γύρισες;''
''Γεια σου μαμά, σε ξέχασα, συγγνώμη''
''Ευτυχώς που πήρα τη Ρόζα για να δω τι κάνει και μου το είπε, γιατί από εσένα δεν το περιμένω''
''Γίνεσαι κακιά τώρα, θα σε έπαιρνα για να πάμε αύριο το μεσημέρι για φαγητό''
''Γιατί δεν έρχεσαι από το σπίτι;''
''Ξέρεις μαμά, έχω και παρέα μαζί μου''
''Φέρε την μαζί παιδί μου, τι έγινε;''
''Καλά, μόλις τελειώσω από την υπηρεσία θα έρθουμε, φιλιά πολλά, τα λέμε αύριο''
''Η μαμά σου ήταν;''
''Ναι, αύριο το μεσημέρι θα φάμε στο σπίτι τους''
''Κανένα πρόβλημα''
''Πάμε να ντυθούμε να βγούμε μια βόλτα''
''Τι να βάλω; Που θα πάμε;''
''Κάτι τελείως απλό, σήμερα θα περπατήσουμε για αρχή και μετά θα δούμε''
''Ότι πείτε αφεντικό, τρέχω''
σε μισή ώρα ήταν και οι δύο στην πόρτα
''Ρόζα μου μπορείς να φύγεις, για σήμερα δεν σε θέλω άλλο, θα σε δούμε το πρωί''
μπήκαν στο αυτοκίνητο του Νικ, ένα cryshler κάμπριο, το άφησε στο κέντρο και άρχισαν να περπατάνε, μπήκαν σε ένα εμπορικό και έκαναν βόλτες, πήγαν στο πάρκο, περπατούσαν για αρκετές ώρες, κάποια στιγμή βρήκαν έναν πάγκο με hot dogs, πήραν από δύο ο καθένας και έκατσαν σε ένα παγκάκι, μετά μπήκαν σε μια πάμπ, παρήγγειλαν ένα ποτάκι, διασκέδασαν πάρα πολύ, όταν ήρθε η ώρα να γυρίσουν σπίτι, δεν ήθελαν αλλά έπρεπε γιατί ο Νικ είχε δουλειά αύριο
''Εγώ τι θα κάνω το πρωί;''
''Θα ξυπνήσεις ότι ώρα θέλεις και μπορείς να βγεις για ψώνια, πάρε μαζί και την Ρόζα για να σε βοηθήσει''
''Καλά, θα το αντέξω το πρωί μακριά σου''
''Πέσε κοιμήσου τώρα γιατί είμαι πτώμα και θα τα πούμε το πρωί''
''Καληνύχτα, κακέ άνθρωπε''
''Καληνύχτα αγάπη μου''
Έτσι τελείωσε και η σημερινή μέρα για τη Κέλι και τον Νικ, τους αποχαιρέτησε με ένα χαμόγελο στα χείλι.