Το φως του ήλιου έμπαινε έντονο μέσα στο δωμάτιο, η Κέλι άνοιξε τα μάτια και έψαξε τον Νικ δίπλα της, αυτός όμως δεν βρισκόταν στο δωμάτιο, αφουγκράστηκε λίγο και κατάλαβε ότι ήταν στο μπάνιο, κοίταξε το ρολόι και συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ νωρίς, ακόμα δεν είχε πάει οχτώ, γύρισε από την άλλη μεριά και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, ο Νικ βγήκε μετά από λίγη ώρα, όταν τον άκουσε σηκώθηκε
''Καλημέρα, γιατί ξύπνησες από τόσο νωρίς; Αν το έχεις ξεχάσει, πρέπει να ξεκουράζεσαι αυτές τις ημέρες.''
''Γεια και σε εσένα, μου έλειπε κάποιος από κοντά μου και δεν μπόρεσα να κοιμηθώ περισσότερο'' την πλησίασε και κάθισε μαζί της στο κρεβάτι
''Έλα να σε βάλω να κοιμηθείς λίγο ακόμα''
''Τώρα τελείωσε η υπόθεση και να κάτσω στο κρεβάτι δεν υπάρχει περίπτωση να με πάρει ο ύπνος, θα σηκωθώ να πιούμε μαζί καφέ''
''Εντάξει, σε περιμένω κάτω, θα πω στην Ρόζα να σερβίρει και για σένα''
πήρε το σακάκι του και έφυγε, η Κέλι πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε και κατέβηκε, δεν άλλαξε γιατί πραγματικά αισθανόταν σαν στο σπίτι της
''Καλημέρα Ρόζα, πως είσαι σήμερα;''
''Πολύ καλά Κέλι μου. Τι προτιμάς για πρωινό;''
''Ότι υπάρχει στο τραπέζι, δεν με πειράζει καθόλου''
''Έχω έτοιμα αυγά και τοστ''
''Το πιο ωραίο πράγμα, θέλω τρία αυγά''
''Τρία; Θα πάθεις τίποτα κορίτσι μου με τόση χοληστερίνη''
''Μπα, με βοηθάνε να κρατηθώ όλη την ημέρα. Εσύ, Νικ έφαγες;''
''Περιμένω εσένα, μόνο καφέ ήπια, Ρόζα βάλε μου και εμένα τα ίδια''
''Αχ! Εσείς οι νέοι, δεν καταλαβαίνετε ότι κάποια πράγματα θα σας πειράξουν αργότερα''
''Έλα άσε την μητρική φιγούρα τώρα και πεινάμε''
''Εντάξει, έρχομαι αμέσως.''
χάζεψαν για λίγο στην τηλεόραση και μετά η Κέλι τον ρώτησε
''Αγάπη μου, τι ώρα θα τελειώσεις;''
''Κατά τις μία, θέλεις να περάσεις γύρω στις δώδεκα από το τμήμα να γνωρίσεις τους συνεργάτες μου;''
''Δεν ξέρω, είναι σωστό;''
''Γιατί να μην είναι; Θα περάσεις μόνο μια βόλτα να με δεις και να με πάρεις, μετά θα φύγουμε κατευθείαν για τους γονείς μου.''
''Καλά, θα έρθω''
''Ορίστε τα φαγητά σας, καλή όρεξη''
''Κάτσε μαζί μας, θέλω να σου πω κάτι, φέρε και τον καφέ σου''
η Ρόζα τον έφερε και κάθισε
''Λοιπόν, Ρόζα μου, σήμερα σε απαλλάσσω από όλα τα καθήκοντά σου, εκτός από ένα''
''Και πιο είναι αυτό;''
''Θα πας την Κέλι για ψώνια μέχρι τις δώδεκα και μετά θα μου την στείλεις στο γραφείο, εντάξει;''
''Νικ, σε παρακαλώ, δεν θέλω να την υποχρεώσω''
''Δεν είναι τίποτα για εμένα''
''Μόλις την βάλεις στο ταξί, πάρε ρεπό όλη την υπόλοιπη μέρα, δεν θα σε χρειαστούμε''
''Ωραία, συμφωνώ, αλλά τώρα εσύ κουνήσου γιατί θα αργήσεις''
''Σωστά, πες πως έχω φύγει ήδη, τα λέμε αργότερα''
πήρε τα πράγματά του, φίλησε και τις δύο και εξαφανίστηκε
''Κέλι χρειάζεσαι κάτι άλλο;''
''Όχι, έλα να τελειώσουμε το πρωινό μας, να μαζέψουμε και να ετοιμαστούμε για shopping therapy''
''Εσύ δεν έχεις καμία δουλειά να μαζέψεις τίποτα, θα πας επάνω να ντυθείς και μέχρι να κατέβεις εγώ θα τα έχω όλα τελειώσει. Άντε πίνε''
''Καλά ντε, μην με μαλώνεις''
ύστερα από δέκα λεπτά ήταν στο δωμάτιο, καθώς ντυνόταν σκέφτηκε τι όμορφα που ήταν εδώ, δεν ήθελε να φύγει και όμως σε ένα μήνα έπρεπε να ήταν πίσω στην καθημερινότητά της, δεν ήξερε τι να κάνει, πως μπορούσε να αφήσει τον Νικ μόνο, τον ήξερε λίγο καιρό αλλά της είχε γίνει απαραίτητος, επέπληξε τον εαυτό της που πήγαινε να χαλάσει αυτόν τον όμορφο μήνα και συνέχισε να βάφεται, ήταν έτοιμη να κατέβει όταν θυμήθηκε να πάρει την μαμά της τηλέφωνο, άφησε την τσάντα της και σχημάτισε τον αριθμό, χτύπησε μία, δύο, τρείς φορές, πήγε να το κλείσει αλλά στην τέταρτη το σήκωσε
''Παρακαλώ;''
''Μαμά εγώ είμαι, τι κάνετε;''
''Επιτέλους, ανησύχησα για σένα που δεν πήρες''
''Μπορούσες ξέρεις να με πάρεις στο κινητό''
''Περίμενα να δω πότε θα φιλοτιμηθείς εσύ''
''Καλά ας τα αφήσουμε αυτά, πως περνάτε χωρίς εμένα;''
''Όπως πάντα κορίτσι μου, τα ίδια. Α! Πήρε ο αδερφός σου τηλέφωνο, είπε ότι θα κάνει ένα ταξίδι με την κοπέλα και μετά θα γυρίσει πίσω''
''Μάλιστα, γιατί εμένα μου είχε πει ότι θα γυρίσει σύντομα''
''Σε ένα μήνα θα είναι εδώ''
''Εντάξει μαμά, θα σε αφήσω τώρα, πάω να κάνω βόλτα στην Νέα Υόρκη, θα σε πάρω αργότερα, φιλιά''
''Γεια σου κορίτσι μου και μην μας ξεχνάς''
όταν κατέβηκε, η Ρόζα την περίμενε στην πόρτα
''Φεύγουμε;''
''Ξεκινάμε, με τι θα πάμε;''
''Με το αμάξι μου, φυσικά''
μπήκαν μέσα και μετά από λίγη ώρα βρέθηκαν στο κέντρο
''Τι σκοπεύεις να πάρεις;''
''Δεν έχω κάτι στο μυαλό μου, ότι βρω και μου αρέσει θα το πάρω''
''Τώρα με φώτισες''
''Εσύ έχεις τίποτα κατά νου;''
''Θέλω ένα ταγεράκι γιατί σε δύο βδομάδες παντρεύεται ο ανιψιός μου''
''Ωραία, ξεκινάμε από εκεί''
αφού έβαλαν το αυτοκίνητο σε πάρκινγκ, άρχισαν το περπάτημα, βρέθηκαν στην εικοστή οδό, την καλύτερη για ψώνια, μπορούσες να βρεις ότι ήθελες εκεί, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο, οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβουν ώσπου πέρασαν μπροστά από το μεγάλο ρολόι της πόλης και είδαν ότι ήταν δώδεκα παρά τέταρτο
''Ωχ! Θα με σκοτώσει ο Νικ αν αργήσεις, πάμε γρήγορα στο αυτοκίνητο, ευτυχώς δεν είμαστε πολύ μακριά''
''Από που, από το αυτοκίνητο ή τον Νικ;''
''Από το πρώτο, αλλά και το γραφείο είναι σχετικά κοντά''
έφτασαν στο αυτοκίνητο, μπήκαν και σε ένα τέταρτο ήταν έξω από τα γραφεία του FBI
''Εδώ είμαστε, θα ανέβεις τα σκαλιά και θα πας στον τέταρτο όροφο, ρώτα και θα σου πουν που βρίσκεται''
''Σε ευχαριστώ Ρόζα μου, θα τα πούμε το πρωί, είσαι πολλή καλή''
''Δεν κάνει τίποτα, καλά να περάσετε. Α! Κέλι, να προσέχεις μόνο με την κυρία Τζόουνς, είναι ιδιαίτερη γυναίκα, με την πρώτη ματιά δεν θα την συμπαθήσεις αλλά προσπάθησε, θα καταλάβεις ότι στο βάθος είναι μια ψυχούλα''
''Θα προσέχω, και πάλι σε ευχαριστώ''
μπήκε στο κτίριο, ανέβηκε στον τέταρτο και ζήτησε τον Νικ, της έδειξαν την πόρτα, όμως όλοι την κοιτούσαν με περιέργεια γιατί ήξεραν ποια είναι, προχώρησε στον διάδρομο και χτύπησε την πόρτα, άκουσε την γνωστή φωνή του και μπήκε μέσα, ήταν μαζί με άλλους δύο, τους χαιρέτησε όλους
''Καλησπέρα σας''
''Καλώς την, Κέλι να σου συστήσω τον Αρχηγό μας, τον κύριο Άνταμσον και τον συνεργάτη μου, τον Τζίν, κύριοι από εδώ η κυρία Κέλι Μπίσοπ, ντετέκτιβ του τμήματος της Καλιφόρνια που σας έλεγα''
η Κέλι τους πλησίασε και έτεινε το χέρι της
''Χάρηκα πολύ και με τους δύο σας''
''Η χαρά είναι όλη δική μας, ο Νικ μας έχει πει για σένα τα μύρια όσια''
''Ελπίζω τουλάχιστον να ήταν καλά'' τους χαμογέλασε
''Τα καλύτερα που μπορεί να πει κάποιος για εσάς κυρία μου''
''Σας ευχαριστώ πολύ, θα ήθελα όμως να με φωνάζετε με το όνομά μου και στον ενικό, εάν δεν σας πειράζει''
''Καθόλου και εμείς θα προτιμούσαμε το ίδιο από εσάς, εεεε, συγγνώμη από εσένα''
''Κέλι, έλα να σου συστήσω και τους υπόλοιπους, μετά θα φύγουμε. Κύριοι, θα μας συγχωρήσετε''
πήγαν στην μεγάλη αίθουσα, τους φώναξε όλους, τους σύστησε και αφού έγιναν τα τυπικά την πήρε να φύγουν, στον δρόμο την ρώτησε πως της φάνηκαν οι συνάδελφοί του
''Ήταν όλοι καταπληκτικοί, δουλεύεις σε ένα πολύ όμορφο κλίμα''
''Το ξέρω, είμαι από τους τυχερούς''
''Πότε ξεκινάει η άδεια σου;''
''Από σήμερα, δυστυχώς για σένα''
έφτασαν στα προάστια και στην έπαυλη των γονιών του
''Νικ, δεν περίμενα ότι ήσουν τόσο πλούσιος, είδα μεν το σπίτι σου, όμως...''
''Όμως τι;''
''Δεν μου είπες κάτι, να ντυθώ ανάλογα''
''Μια χαρά είσαι, το κουστούμι σου είναι πολύ καλό''
''Μήπως έπρεπε να φορέσω κάτι πιο επίσημο''
''Δεν χρειάζεται, είμαστε απλοί άνθρωποι, απλώς η μαμά είναι διαφορετική''
''Δηλαδή;''
''Έχει τον χαρακτήρα των μεγάλων κυριών στην Νέα Υόρκη, μην την παρεξηγήσεις, μόλις σε γνωρίσει καλύτερα θα γίνει κανονικός άνθρωπος''
''Πιστεύω πως θα το αντέξω''
χτύπησαν το κουδούνι και τους άνοιξε η υπηρέτρια
''Κύριε Νικ, καλησπέρα σας, περάστε, σας περιμένουν στο σαλόνι. Να πάρω τα πράγματά σας;''
''Σε ευχαριστούμε Βαλένσια'' έδωσαν τα πανωφόρι τους και προχώρησαν στο σαλόνι, ήταν όλοι εκεί, οι γονείς του, η αδερφή του με τον άντρα και τα παιδιά και η θεία Έμιλυ, η αδερφή του μπαμπά του
''Καλησπέρα σε όλους''
''Νικ, ήρθες αγάπη μου. Έλα να σε φιλήσω''
τον αγκάλιασε και τον έσφιξε
''Έλα μαμά, χαλάρωσε, θα με σκάσεις'' έτρεξαν τα ανιψάκια του και έπεσαν στην αγκαλιά του
''Θείε, θείε, σε επιθυμήσαμε πολύ, που ήσουν τόσο καιρό;''
''Είχα δουλειές μωρά μου, τώρα όμως θα με δείτε να με χορτάσετε''
τους αγκάλιασε και τους φίλησε όλους, σύστησε την Κέλι
''Μαμά, μπαμπά, Ζιζέλ, Άντριαν, θεία και παιδιά από εδώ η Κέλι, Κέλι οι γονείς μου, Μπράιαν και Ζόι, η αδερφή μου Ζιζέλ, ο άντρας της Άντριαν, η θεία Έμιλυ και τα παιδιά Φράνκ και Λίζα''
''Καλώς ήρθες παιδί μου στο σπίτι μας, ελάτε να καθίσετε. Θα πάρετε κάτι;''
''Ένα μπράντι πρίνε το φαγητό είναι ότι πρέπει''
''Θα φωνάξω τώρα να έρθουν'' χτύπησε το καμπανάκι και η Βαλένσια ήρθε σαν σίφουνας
''Μάλιστα κυρία, τι θα θέλατε;''
''Δύο μπράντι και γρήγορα''
''Αμέσως''
''Λοιπόν, Κέλι, τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις;''
''Είμαι ντετέκτιβ σε ένα τμήμα της Καλιφόρνια''
''Ντετέκτιβ;''
''Ναι μαμά, ντετέκτιβ''
''Είναι δουλειά αυτή για γυναίκες;''
''Να συγχωρήσετε την αγένειά μου, άλλα κατάγομαι από οικογένεια αστυνομικών και δεν ήθελα να χαλάσω την παράδοση''
''Καθόλου αγένεια, απλά δεν θεωρώ τις γυναίκες για αυτές τις δουλειές, βρίσκεσαι συνέχεια στους δρόμους και δεν έχεις προσωπική ζωή, αυτό δεν πρέπει να το χάνει μια γυναίκα''
''Καταλαβαίνω τις απόψεις σας, όμως πλέον ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι και μπορούμε να κάνουμε τα πάντα ανεξαιρέτως αν είσαι γυναίκα ή άντρας''
''Έλα μαμά, μην αρχίζεις τώρα, ο καθένας έχει τις επιλογές του''
τους έφεραν τα ποτά τους
''Στην υγειά σας και καλώς σας βρήκαμε''
''Στην υγειά σας και καλώς μας ήρθατε''
κάθισαν περίπου μια ώρα και συζητούσανε ώσπου ήρθε η Βαλένσια και ανακοίνωσε ότι το φαγητό ήταν έτοιμο, προχώρησαν στην τραπεζαρία και σερβιρίστηκαν, όλα τα φαγητά ήταν προσεγμένα, για ορεκτικό υπήρχε κοτόσουπα, για πρώτο πιάτο φιλετάκια κοτόπουλου μαριναρισμένα, για κυρίως πιάτο χοιρινό μπούτι με πατάτες και τέλος, για γλυκό υπήρχε κέικ σοκολάτας.
''Μαμά, είσαι υπέροχη, σε ευχαριστούμε για αυτό το θαυμάσιο φαγητό''
''Δεν έκανα τίποτα παιδί μου, απλά πράγματα''
''Μόνο που πέρασε η ώρα και αφού έχουμε τελειώσει τον καφέ μας, θα πρέπει να σας αφήσουμε. Είμαι κουρασμένος, έτσι κι αλλιώς μεθαύριο φεύγουμε κρουαζιέρα και χρειάζεται να ετοιμαστούμε''
''Που θα πάτε ακόμα δεν ήρθατε;''
''Πήρα άδεια μετά από τόσα χρόνια, αποφάσισα ότι χρειάζομαι διακοπές''
''Όπως είναι καλύτερα για εσάς. Να σας συνοδεύσω ως την πόρτα''
τους έβγαλε μέχρι έξω, όταν όμως η Κέλι μπήκε στο αμάξι τον κράτησε λίγο
''Αγάπη μου, ξέρεις ότι δεν θέλω να μπλέκομαι στην ζωή σου, την συμπάθησα την κοπέλα, όμως δεν είναι του κύκλου μας, σε παρακαλώ να το κοιτάξεις''
''Μαμά, καλά κάνεις και δεν ανακατεύεσαι, η ζωή είναι δική μου και την κάνω ότι θέλω. Καληνύχτα, θα σε πάρω πριν φύγω ταξίδι. Χαιρέτησε τους υπόλοιπους και έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο.
''Τι σου έλεγε;''
''Τίποτα μωρέ, τα δικά της, σαν μαμά''
''Νικ, δεν θέλω να σου δημιουργήσω κάποιο πρόβλημα''
''Σαν τι δηλαδή;''
''Να μαλώσεις με την οικογένεια σου''
''Αυτό μην σε φοβίζει, θα στρώσει. Άντε φτάσαμε, πάμε να κοιμηθούμε, αύριο θα ψάχνουμε σε πιο μέρος θα πάμε''
''Εντάξει, πάω να βάλω πιτζάμες, είμαι πτώμα''
ξάπλωσαν στο κρεβάτι μίλησαν για λίγο περί ανέμων και υδάτων
''Νικ, καληνύχτα''
''Καληνύχτα, μωρό μου!''
Ψωμί, λάδι, αλάτι, ρίγανη, ζάχαρη!!
Πριν από 3 ημέρες