Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

‘’Νιιιικ, ξύπνα θα αργήσουμε’’
‘’Τι… τι έγινε;’’
‘’Είναι εφτά η ώρα, δεν ακούσαμε το ξυπνητήρι, σε μια ώρα πρέπει να είμαστε στο λιμάνι, κουνήσου’’
‘’Αμάν βρε Κέλι, πως κάνεις έτσι; Θα προλάβουμε’’
‘’Εγώ τρέχω στο μπάνιο, εσύ ντύσου γρήγορα’’
‘’Εντάξει, σηκώνομαι’’
Η Κέλι σε δέκα λεπτά βγήκε από το μπάνιο και ντύθηκε
‘’Ευτυχώς οι βαλίτσες είναι έτοιμες από χθες’’ μονολόγησε
‘’Κέλι, τελείωσες; Ετοίμασα καφέ, κατέβα’’
‘’Έρχομαι, θα με βοηθήσεις με τα πράγματα;’’
‘’Ανεβαίνω’’
Σε πέντε λεπτά ήταν όλα μπροστά στην πόρτα και οι δυο τους έπιναν καφέ
‘’Χαίρομαι που προλαβαίνουμε έναν καφέ πριν φύγουμε. Αγχώθηκα λίγο’’
‘’Από σήμερα και για δύο βδομάδες δεν θα αγχωθείς για τίποτα και για κανέναν’’
‘’Μακάρι να είναι έτσι όπως τα λες, μου φαίνεται περίεργο που πηγαίνω διακοπές, έχω να το κάνω τόσο καιρό’’
‘’Και εγώ το ίδιο, πρέπει όμως να δώσουμε την ευκαιρία στο σώμα και το μυαλό μας να ξεκουραστούν’’
‘’Συμφωνώ, δώσε μου ένα τσιγάρο, τα δικά μου τελείωσαν’’
‘’Ορίστε, άντε μόλις το τελειώσουμε να φύγουμε’’
‘’Την μηχανή την πήρες μαζί σου;’’
‘’Ναι, την έχω στο τσαντάκι’’
‘’Φεύγουμε λοιπόν για να κατακτήσουμε τις θάλασσες’’
‘’Ποιοι είμαστε αγάπη μου, οι Πειρατές της Καραϊβικής;’’
‘’Άμα θέλουμε γινόμαστε’’
‘’Ωραία Κάπτεν Σπάροου, μπες στο αυτοκίνητο τώρα για να σε πάω στο Μαύρο Μαργαριτάρι σου’’
Αφού έφτασαν στο λιμάνι πάρκαραν σε έναν ιδιωτικό χώρο φύλαξης και ξεκίνησαν για το κρουαζιερόπλοιο. Όταν το είδαν έμειναν και οι δύο με ανοιχτό το στόμα. Δεν περίμεναν να είναι τόσο μεγάλο. Πήραν τις κυλιόμενες σκάλες και έφτασαν στην ρεσεψιόν. Ένας καμαρότος ανέλαβε τις βαλίτσες τους.
‘’Καλημέρα σας, λέγομαι Τζόουνς, έχω κλείσει μια διπλή καμπίνα’’
‘’Καλημέρα σας, καλώς ήρθατε στο Βασίλισσα Μαίρη, ορίστε τα κλειδιά σας, το παιδί θα σας οδηγήσει’’
‘’Ευχαριστούμε πολύ. Κέλι τι χαζεύεις;’’
‘’Κοίτα ομορφιές που έχει εδώ μέσα. Γίνεται να υπάρχει σιντριβάνι σε ρεσεψιόν πλοίου;’’
‘’Είδες που γίνεται;’’
‘’Κοίτα το σαλόνι, είναι ντυμένο όλο σε στυλ Λουδοβίκου’’
‘’Μας περιμένει το παιδί με τις βαλίτσες, πάμε στο δωμάτιο και θα τριγυρίσουμε μετά όσο θέλεις’’
‘’Εντάξει, ακολουθώ’’
‘’Κύριε, κυρία από εδώ παρακαλώ, θα πάμε με το ασανσέρ’’
Καθώς περνούσαν από τους ορόφους έβλεπαν ότι ο καθένας είχε διαφορετική διακόσμηση, κανένας όμως δεν ξέφευγε από το στυλ Λουδοβίκου.
Έφτασαν στον έκτο όροφο στον οποίο έμεναν, όλος ήταν ντυμένος σε αποχρώσεις του μωβ και του γκρι, η Κέλι δεν παρέλειψε να αναφωνήσει, ο καμαρότος την κοίταξε και χαμογέλασε.
‘’Εδώ είναι η καμπίνα σας, μπορείτε να μου δώσετε την κάρτα σας; Ευχαριστώ. Όλες οι λειτουργίες ξεκινούν με το που θα βάλετε την κάρτα στην σχισμή της. Από εδώ είναι το μπάνιο. Μπροστά σας το σαλόνι και στο βάθος η κρεβατοκάμαρα. Εμένα θα με συγχωρήσετε τώρα’’
‘’Σε ευχαριστώ πολύ, ορίστε κάτι για τον κόπο σου’’ του είπε ο Νικ και του έδωσε είκοσι δολάρια
‘’Νικ, είναι τέλειο, δεν το φανταζόμουν έτσι’’
‘’Σου αρέσει;’’
‘’Το ρωτάς; Δεν έχω συνηθίσει σε τόση πολυτέλεια. Εσύ μεγάλωσες σε αυτά και δεν το καταλαβαίνεις, όμως εγώ… πώς να το πω… είναι το κάτι άλλο’’
‘’Σε λίγο καιρό θα είναι καθημερινότητα και για εσένα να τα έχεις όλα στα πόδια’’
‘’Δεν ξέρω αν θα το αντέξω’’
‘’Έλα ας τα αφήσουμε αυτά, πάμε επάνω στο κατάστρωμα να δούμε πως ξεκινάει το πλοίο’’
‘’Εντάξει, μισό λεπτό μόνο να πάω στο μπάνιο’’
Ανέβηκαν και τους φύσηξε ένα αεράκι, ένιωσαν σαν να είχαν γεννηθεί για να βρίσκονται εκεί. Λάτρευαν και οι δύο την θάλασσα, πλησίασαν στα κάγκελα για να κοιτάξουν την πόλη που άφηναν, θα γυρνούσαν σε δέκα εφτά μέρες όμως κατά έναν περίεργο τρόπο ένιωθαν τύψεις που άφηναν την δουλειά τους, τόσα χρόνια ζούσαν για να δουλεύουν και τώρα που τους δόθηκε η ευκαιρία να κάνουν το μεγάλο βήμα και να την αφήσουν για λίγο, στενοχωριόταν. Η Κέλι όμως το ξεπέρασε πιο γρήγορα και πήρε τον Νικ από το χέρι για να κάνουν βόλτα.
Το κρουαζιερόπλοιο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου, το ύψος του έφτανε τα είκοσι μέτρα και το πλάτος του τα εκατόν πενήντα, για περίπου δύο ώρες πήγαιναν από όροφο σε όροφο για να μπορέσουν να προσανατολιστούν. Στον πρώτο εντόπισαν το καζίνο και στο δεύτερο τα μαγαζιά για ψώνια, τις καφετέριες και το εστιατόριο. Αφού τελείωσαν ανέβηκαν ξανά στο κατάστρωμα για να πιουν έναν καφέ.
Πήραν τις καρέκλες και κάθισαν να κοιτάνε την θάλασσα, πως πέρασαν οι ώρες δεν το κατάλαβαν, έξω ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει το σκούρο μπλε του χρώμα, σηκώθηκαν ώστε να πάνε στο δωμάτιό τους και να αλλάξουν για το βραδινό. Η έκπληξη που τους περίμενε ήταν σχεδόν έτοιμη να κάνει την εμφάνισή της στο εστιατόριο.
‘’Νικ, θα μου φέρεις το μπουρνούζι μου γιατί το ξέχασα πάνω στην βαλίτσα;’’
‘’Τώρα αγάπη μου’’
‘’Τελείωσα, μπες και εσύ ώστε εγώ να ετοιμαστώ, σήμερα λέω να γίνω λίγο όμορφη’’
‘’Λίγο είσαι κάθε μέρα, σήμερα θα γίνεις πολλή’’
‘’Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο αλλά καμιά άλλη σαχλαμάρα δεν είχες να πεις;’’
‘’Λέω και σαχλαμάρες τώρα;’’
‘’Λιγουλάκι’’ του έδωσε ένα φιλί ‘’Άντε τώρα, πλύσου, άρχισα να πεινάω’’
Πήγε στο δωμάτιο, βάφτηκε, έβαλε το καινούργιο της φόρεμα, ένα μαύρο εξώπλατο με μεγάλα κόκκινα λουλούδια, όταν ο Νικ βγήκε την είδε όρθια μπροστά στον καθρέφτη να στεγνώνει τα μαλλιά της, ήταν πραγματικά πολλή όμορφη και όλη δική του, την πλησίασε και την αγκάλιασε από πίσω με όλη του την δύναμη
‘’Κέλι, δεν θέλω να σε χάσω ποτέ από την ζωή μου, δεν ξέρω τι μου έκανες, όμως σε ευχαριστώ και σου υπόσχομαι ότι αν και νωρίς, σύντομα θα σε κάνω γυναίκα μου’’
‘’Νικ, αγάπη μου, είναι νωρίς ακόμα να λέμε τέτοια πράγματα, ξέρεις και εγώ πόσο σε αγαπάω, δεν έχω νιώσει ξανά έτσι για κάποιον και δεν νομίζω να υπάρξει δεύτερη. Όμως ακόμα…’’
‘’Μην μιλάς, καταλαβαίνω, φίλησέ με μόνο’’
Αγκαλιάστηκαν τόσο σφιχτά λες και θα ήταν η τελευταία…
Όταν μπήκαν στο εστιατόριο ήταν ήδη γεμάτο, υπήρχε μόνο ένα τραπέζι στο βάθος, τους άρεσε γιατί ήταν λίγο απόμερο και θα απολάμβαναν πιο εύκολα την βραδιά.
Καθώς έδιναν παραγγελία η Κέλι νόμισε ότι είδε ένα γνωστό άτομο, κοίταξε καλύτερα και κατάλαβε πως έκανε λάθος.
Έπιναν το κρασί τους συζητώντας περί ανέμων και υδάτων, όταν ξαφνικά άκουσε από πίσω να φωνάζει κάποιος το όνομά της, γύρισε και αντίκρισε τον αδερφό της
΄΄Κέλιιι, Κέλι, μωρό μου’’
‘’Μπεν…; Τι στο καλό κάνεις εδώ;’’ σηκώθηκε και τον αγκάλιασε
‘’Εγώ τι κάνω εδώ; Εσύ;’’
‘’Την κολοκυθιά θα παίξουμε; Κάνω επιτέλους διακοπές’’
‘’Και εγώ. Είπα να χαρώ λίγο την ελευθερία μου πριν γυρίσω στο σπίτι και στην δουλειά. Δεν θα μου συστήσεις τον φίλο σου;’’
‘’Ωχ! Συγγνώμη. Μπεν από εδώ ο Νικ, Νικ ο Μπεν, ο αδερφός μου’’
‘’Ο ποιος;’’
‘’Ο αδερφός μου; Δεν μου μοιάζει;’’
‘’Τώρα που το λες. Μπεν, χάρηκα’’
‘’Εγώ να δεις. Που στο καλό είναι η Συλβή να την γνωρίσεις;’’
‘’Συλβή ακούω…’’
‘’Δεν σου είπα στο τηλέφωνο ότι θα έρθω με παρέα;’’
‘’Μάλιστα, θα την περιμένουμε, θα καθίσετε μαζί μας;’’
‘’Εάν δεν σας κάνει κόπο, δεν έχει πουθενά τραπέζι’’
‘’Κανένα πρόβλημα Μπεν. Ευτυχώς πουν είναι λίγο μεγάλο και θα μας χωρέσει’’
‘’Α! Να την. Συλβή, Συλβή, εδώ μωρό μου’’
‘’Καλησπέρα σας, Μπεν δεν θα με συστήσεις;’’
‘’Βεβαίως. Παιδιά η Συλβή, από εδώ ο Νικ και η Κέλι, η αδερφή μου’’
‘’Η αδερφή σου;’’ ρώτησε με ένταση ‘’Είσαι αστυνομικός αν δεν κάνω λάθος’’
‘’Δεν κάνεις και συγκεκριμένα είμαι ντετέκτιβ’’
‘’Εσύ Νικ με τι ασχολείσαι;’’
‘’Ας πούμε ότι είμαι και εγώ ντετέκτιβ’’
‘’Ας πούμε; Δεν είσαι δηλαδή;’’
‘’Είμαι αλλά όχι σαν την Κέλι’’
‘’Εσύ τι κάνεις;’’
‘’Είμαι ασφαλίστρια, όμως έχω σπουδάσει υποκριτική’’
‘’Μια χαρά το ακούω, από πού κατάγεσαι;’’
‘’Είμαι από το Κολοράντο, έχω όμως μεγαλώσει στην Αγγλία από τα πέντε μου’’
‘’Εκεί σπούδασες;’’
‘’Ναι, όλα εκεί τα έκανα’’
‘’Μπεν, εσύ με τι ασχολείσαι;’’
‘’Καλά η αδερφή μου δεν μιλάει καθόλου για μένα;’’
‘’Δεν είχαμε τον χρόνο’’
‘’Εγώ είμαι προγραμματιστής’’
‘’Ένας από τους καλύτερους του κόσμου μπορώ να πω’’
‘’Έλα αδερφούλα, τα παραλές τώρα’’
‘’Καθόλου, αφού σε ζητούσαν από τις μεγαλύτερες εταιρίες που υπάρχουν’’
‘’Για αυτόν τον λόγο πήρα μετάθεση, στην Αγγλία δούλευα στα κεντρικά της Microsoft, μου έγινε μια πρόταση από την Google και μέχρι να αποφασίσω τι θα κάνω θα δουλεύω στα γραφεία του Σαν Φρανσίσκο’’
‘’Συγγνώμη, τους είπες ότι σκέφτεσαι να αλλάξεις δουλειά και σε κράτησαν, επίσης σου έδωσαν μετάθεση;’’
‘’Δεν τους είπα ότι θα αλλάξω δουλειά, όχι ακόμα τουλάχιστον, μόλις μάθω τι μου προσφέρουν στην μια, θα δω τι μπορώ να πάρω από την άλλη, μετά θα αποφασίσω’’
‘’Πολύ σωστό σε βρίσκω’’
‘’Εσύ Συλβή τι θα κάνεις; Ο αδερφός μου είπε στο τηλέφωνο ότι έρχεστε μαζί’’
‘’Ας πούμε ότι κατάφερα με τα πολλά και τα λίγα να τους πείσω να έρθω και εγώ εδώ, στους συνεργάτες μας. Ξέρουν πόσο αγαπιόμαστε με τον Μπεν και μας έκαναν την χάρη’’
‘’Όλα βολικά δηλαδή. Σας ευχόμαστε τα καλύτερα’’
‘’Αδελφούλα, πες μας τα νέα σου. Πως αποφάσισες να κάνεις διακοπές;’’
‘’Υποχρεωτικά, μου έδωσε ο αρχηγός λόγο της ιστορίας που έγινε’’
‘’Χτύπησες πολύ;’’
‘’Όχι, εντάξει είμαι, οι άλλοι τρόμαξαν περισσότερο’’
‘’Τα κορίτσια τι κάνουν;’’
‘’Καλά, η Τζίλ παντρεύεται’’
‘’Έλα, το αποφάσισε επιτέλους;’’
‘’Όπως το είπες, επιτέλους’’
‘’Κέλι, θα σε πείραζε αύριο μετά το πρωινό να τα πούμε λίγο οι δυο μας; Μιας και βρήκαμε την ευκαιρία’’
‘’Εννοείτε, έναν αδερφό τον έχω’’
‘’Ώρα να πηγαίνουμε για ύπνο, είναι δύο η ώρα και ούτε που το καταλάβαμε’’
‘’Αδελφούλη, χάρηκα που σε είδα μετά από τόσο καιρό. Συλβή θα τα πούμε το πρωί’’
‘’Καληνύχτα παιδιά’’
Αποχωρίστηκαν στο ασανσέρ, η Κέλι και ο Νικ έκαναν μια βόλτα έξω, χάζεψαν την θάλασσα, συζήτησαν, έπαιξαν λίγο πειράζοντας ο ένας τον άλλο και πήγαν στο δωμάτιο.
Η αυριανή μέρα τους επιφύλασσε πολλά, δύσκολο όμως να το ξέρουν…