Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Η Τζίλ ετοιμαζόταν να φύγει στη δουλειά όταν ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, άνοιξε και είδε έναν κύριο με στολή μιας εταιρίας γκαζιού
‘’Παρακαλώ, τι θα θέλατε;’’
‘’Καλημέρα σας κυρία μου, είχαμε μια αίτηση σήμερα το πρωί για υποψία διαρροής γκαζιού, θα μπορούσα να ρίξω μια ματιά στις εγκαταστάσεις σας;’’
‘’Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιο πρόβλημα, αλλά τι να σας πω, περάστε’’ άνοιξε περισσότερο την πόρτα για να μπει μέσα ο εργάτης, αυτός την ακολούθησε μέχρι το υπόγειο
‘’Ορίστε εδώ πέρα είναι, κάντε την δουλειά σας, εγώ θα είμαι επάνω’’
‘’Σας ευχαριστώ πολύ, δεν θα αργήσω’’
‘’Με την ησυχία σας’’ η Τζίλ ανέβηκε και τον περίμενε στην κουζίνα μέχρι να τελειώσει, μετά από ένα τέταρτο ήρθε και αυτός
‘’Εντάξει, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με το δικό σας, θα πρέπει να ελέγξω και την υπόλοιπη γειτονιά’’
‘’Πολύ χαίρομαι για αυτό. Να σας συνοδέψω μέχρι την πόρτα;’’
‘’Μην σας ξεβολεύω θα φύγω μόνος μου’’
‘’Κανένας κόπος’’ μόλις έφτασαν στην πόρτα ο άντρας σταμάτησε
‘’Θα με συγχωρήσετε αλλά νομίζω ότι ξέχασα τον φακό μου, θα πάω να τον φέρω’’
‘’Τώρα ξέρετε τον δρόμο, πηγαίνετε, σας περιμένω εδώ.’’ ο άντρας κατέβηκε μέχρι την σκάλα έβγαλε από την τσέπη του ένα πανί και ένα μπουκαλάκι, το κατέβρεξε και πήγε αθόρυβα πίσω από την Τζίλ, δεν τον κατάλαβε, αυτός την έπιασε γρήγορα και της έβαλε το πανί στο πρόσωπο, κάλυψε την μύτη και το στόμα της, δεν πρόλαβε να αντιδράσει, κατέρρευσε στην αγκαλιά του, ο άντρας άρχισε να γελάει τόσο σατανικά που αν τον άκουγε κάποιος θα έπαιρνε τα πόδια του στα χέρια και θα έφευγε.
Εκείνη την ώρα ο Χανς ήταν στην πόρτα, ο άντρας άφησε κάτω την Τζίλ άνοιξε και πριν προλάβει να μιλήσει τον χτύπησε με ένα ηλεκτροφόρο όπλο που είχε στα χέρια του, έπεσε και αυτός χωρίς να καταλάβει τι έγινε.

--------------------------------------

Η Κέλι είχε πάρει τον δρόμο για το τμήμα, την περίμενε ο Άρνι και ο άντρας των ειδικών δυνάμεων, είχε αργήσει, έπρεπε σε ένα τέταρτο να είναι στο τμήμα και να φύγουν αμέσως.
Νωρίτερα είχε μιλήσει με τον Τζεφ και της είχε πει ότι δεν φάνηκε κανένας. Ο Νικ είχε φύγει από νωρίς για την Νέα Υόρκη, της είχε υποσχεθεί πως όταν έφτανε θα την έπαιρνε τηλέφωνο, όμως δεν το είχε κάνει. Έφτασε στο τμήμα, ο Άρνι καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, μόλις την είδε, ανακουφίστηκε
‘’Που είσαι, τρόμαξα, νόμιζα πως έπαθες κάτι’’
‘’Σαν τι να πάθω δηλαδή; Μια χαρά είμαι απλά με πλάκωσε το πάπλωμα’’
‘’Αμάν βρε Κέλι, σε πλάκωσε τώρα, την πιο κρίσιμη στιγμή της υπόθεσης; Ο Νικ που είναι;’’
‘’Πέταξε το πρωί για Νέα Υόρκη, έχουν επίσκεψη από τον Πρόεδρο και δεν μπορούσε να μην βρίσκεται εκεί’’
‘’Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα’’
‘’Έλα τώρα Άρνι, δεν είναι η πρώτη φορά που κάνουμε επιχείρηση χωρίς το FBI, θα ήταν καλύτερα βέβαια να ήταν εδώ αλλά τι να κάνουμε, ανώτερες δυνάμεις’’
‘’Καλά, καλά, άντε να ξεκινήσουμε’’
Μπήκαν στο περιπολικό και ξεκίνησαν, έφτασαν στον προορισμό τους και έψαξαν να βρουν τον Τζεφ, αυτός όμως ήταν άφαντος, η Κέλι τον πήρε τηλέφωνο, ήταν κλειστό, παραξενεύτηκε, πάρκαραν σε μια γωνία και ετοιμάστηκαν να εισβάλουν στο κτίριο, με το που πάτησαν το πόδι τους στην πόρτα είδαν σταγόνες αίμα σε όλο το πάτωμα, σχημάτιζαν μια ολόκληρη γραμμή, τις ακολούθησαν και τους οδήγησαν μέσα σε ένα δωμάτιο, το οποίο όπως φαινόταν παλιότερα ήταν γραφείο, εκεί πίσω από ένα τραπέζι βρισκόταν ένας άντρας πεσμένος στο πάτωμα, η Κέλι έτρεξε και είδε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο με ένα πιστόλι στο χέρι, έψαξε στις τσέπες του και βρήκε την ταυτότητά του, ήταν ο Τζεφ. Ο Άρνι από πίσω της τα έχασε, άρπαξε το τηλέφωνό του και σχημάτισε τον αριθμό του τμήματος
‘’Αστυνομικό τμήμα πέντε της Καλιφόρνια, πως μπορώ να βοηθήσω;’’
‘’Κιμ, Άρνι εδώ, φώναξε αμέσως να έρθει στις παλιές αποθήκες του Μάρτιν ιατροδικαστής και η σήμανση, έχουμε έναν φόνο εδώ.’’
‘’Έρχονται αμέσως’’
‘’Δεν μπορώ να το πιστέψω, τι έγινε εδώ; Ο Νικ μου είπε ότι δεν θα τον ανακάλυπτε κανένας, πως έκανα τέτοιο λάθος; Δεν έπρεπε να τον αφήσω’’
‘’Έλα Κέλι, δεν είναι δικό σου το λάθος, ο Νικ του είχε εμπιστοσύνη γιατί τον ήξερε και πίστευε ότι δεν υπάρχει καλύτερος από αυτόν, να όμως που τυχαίνουν και τέτοιες καταστάσεις, μην κατηγορείς τον εαυτό σου’’
‘’Ήξερα ότι ο Μπερκ ήταν ύπουλος, δεν έπρεπε να το αφήσω να γίνει’’
‘’Τώρα μας καίει η συνέχεια, απ’ ότι είδε ο Κρίστιαν δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο για μας εδώ πέρα, άρα περιμένουμε την σήμανση και τον ιατροδικαστή, μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε.’’
‘’Θα πάρω τον Νικ ένα τηλέφωνο να του πω τι έγινε, θα στεναχωρηθεί πολύ, έτσι είναι καλύτερα να το μάθει από εμένα’’ πήρε τον αριθμό, ο Νικ το σήκωσε μόλις η Κέλι πήγαινε να το κλείσει
‘’Τι θέλεις Κέλι, δεν σου είπα θα σε πάρω εγώ; Μίλα γρήγορα’’
‘’Θέλω να σου πω για τον Τζεφ’’
‘’Δεν προλαβαίνω τώρα, θα σε πάρω εγώ αργότερα, φιλιά, Γεια’’
‘’Ωραία, εγώ θέλω να του μιλήσω σοβαρά και αυτός μου το κλείνει’’ καθώς μιλούσε άκουσε σειρήνες να έρχονται
‘’Γρήγορα ήρθαν, τι έπαθαν, μύγα τους τσίμπησε;’’
‘’Μπορεί να μην είχαν επισκέπτες σήμερα’’ γέλασε ο Άρνι, πάντα κορόιδευαν τους ιατροδικαστές γιατί όταν τους περίμεναν αυτοί πάντα αργούσαν
‘’Κέλιιιι, Άρνιιιι, που είσαστε;’’
‘’ΩΧ! Να γιατί ήρθαν γρήγορα, είναι και ο Αρχηγός μαζί τους.’’ είπε ο Άρνι ‘’Από εδώ, ελάτε’’ πλησίασαν, ο ιατροδικαστής ζήτησε να δει το πτώμα, του το έδειξαν και άρχισε να το εξετάζει, μετά από λίγο τους είπε
‘’Μόνο λίγα πράγματα θα σας πω τώρα, αργότερα θα περάσετε από το νεκροτομείο να σας πληροφορήσω λεπτομερώς. Λοιπόν, έχουμε έναν άντρα γύρω στα 62, 80 κιλά, 1,85 ύψος, η ώρα θανάτου βάση της ακαμψίας και της θερμοκρασίας του σώματος είναι περίπου πριν δυόμιση ώρες, το όπλο ήταν σαρανταπεντάρι αν κρίνω από την οπή της σφαίρας. Αυτά, τον μαζεύουμε και τα λέμε αργότερα’’
‘’Σ’ ευχαριστώ πολύ Κομπς, θα έρθω εγώ’’
‘’Γεια σου Κέλι, θα σε περιμένω’’
‘’Για πείτε μου τώρα, αφού τα κάνατε σκατά όπως το είχα αναφέρει, τι θα κάνετε; Που θα καταλήξουμε; Στο είχα πει Κέλι ότι δεν ήταν καλή ιδέα’’
‘’Αφεντικό δεν φταίγαμε εμείς, το σχέδιο ήταν καλό, απλά δεν ήμασταν τόσο προετοιμασμένοι όσο θα έπρεπε και έτσι την πάθαμε’’
‘’Να δούμε τι θα πάθουμε τώρα όλοι μαζί από το FBI’’
‘’Μην ξεχνάς τον Νικ, θα αναλάβει την ευθύνη και δεν θα γίνει τίποτα’’
‘’Έτσι λες εσύ, αυτοί του FBI δεν είναι έτσι, μόλις πάει μια υπόθεση στραβά τα ρίχνουν όλα σε εμάς’’
‘’Όχι ο Νικ, θα το δεις μόλις γυρίσει’’
‘’Μαζευτείτε να πάμε στο τμήμα, έχουμε δουλειά’’
Όταν μπήκαν στο γραφείο η Κέλι πήρε τηλέφωνο τα κορίτσια, βρήκε την Τζέμα και την Πάϊπερ, όχι όμως την Τζίλ, σε κάθε μια υπήρχε και ένας αστυνομικός μαζί της, έψαξε να βρει τον Χάνς, αυτόν που θα ήταν με την Τζίλ, δεν της απαντούσε όμως, τα παράτησε και ανέβηκε στον αρχηγό.
Κάθισαν με τις ώρες να βρουν μια λύση για την επόμενη κίνηση του Μπερκ, προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί δεν είχε πάρει ακόμα τηλέφωνο, τι μπορεί να σκεφτόταν, συγχρόνως η Κέλι ανησυχούσε για την Τζίλ, δεν μπορούσε να την βρει πουθενά.
Έφτασε το βράδυ και αποφάσισαν να φύγουν για τα σπίτια τους, η υπόθεση ήθελε καθαρό μυαλό και αυτή την στιγμή δεν είχαν. Ο ιατροδικαστής τους είπε πως τα αποτελέσματα θα τα έχει το πρωί, γιατί του έπεσε αρκετή δουλειά και δεν πρόλαβε να τελειώσει.
Η Κέλι μπήκε στο σπίτι, είχε σταματήσει να πάρει χάμπουργκερ για να φάει γιατί ήταν νηστική ολόκληρη την ημέρα, δεν πρόσεξε έναν φάκελο που ήταν αφημένος πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, έβαλε το φαγητό σε έναν δίσκο και τον πήρε στον καναπέ, μόλις έκατσε τον πρόσεξε, δεν μπορεί να τον άφησα εγώ, σκέφτηκε, τον σήκωσε και τον άνοιξε με τρεμάμενα χέρια, μέσα είχε ένα DVD, το έβαλε να παίξει, ήταν ο Μπερκ μπροστά στην κάμερα και από πίσω του διέκρινε δύο άτομα, το ένα ήταν ο Χανς, απ’ ότι κατάλαβε ήταν νεκρός, ο Μπερκ ξεκίνησε να μιλάει
‘’Ντετέκτιβ, δεν άκουσες την συμβουλή μου και έκανες του κεφαλιού σου, τώρα η κοπέλα που έχω πίσω μου θα καταλήξει σαν τον κύριο που είναι στο πάτωμα’’ έκανε πιο δίπλα και η Κέλι είδε την Τζίλ δεμένη σε μια καρέκλα, στην αρχή δεν κατάλαβε το μέρος αλλά όταν κοίταξε καλύτερα συνειδητοποίησε ότι ήταν η αποθήκη που τους είχε στείλει το πρωί, πέταξε τον δίσκο από την αγκαλιά της και τσακίστηκε στο αυτοκίνητο, έτρεξε με όση ταχύτητα μπορούσε.

-------------------------------------
Ο Νικ μόλις είχε τελειώσει το συμβούλιο, αφού δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει στην Νέα Υόρκη είχε τηλεφωνήσει στην αεροπορική εταιρία αν υπάρχει νυχτερινή πτήση για Καλιφόρνια, του απάντησαν θετικά και έτσι έκλεισε θέση για να φύγει στις έντεκα, πριν ανέβει στο αεροπλάνο πήρε τηλέφωνο την Κέλι να δει τι κάνει, αυτή όμως δεν απαντούσε ούτε στο κινητό ούτε στο σταθερό, σκέφτηκε ότι ίσως κοιμόταν, θα της έκανε έκπληξη λοιπόν.
Η πτήση έφτασε στις δώδεκα μέχρι να κατέβει να πάρει τις βαλίτσες του και να βρει ταξί η ώρα ήταν δώδεκα και μισή, μπήκε μέσα, έδωσε την διεύθυνση και προσπάθησε να χαλαρώσει λίγο μέχρι το σπίτι, παρ’ όλο που είχε να την δει από το πρωί την είχε επιθυμήσει, όταν μπήκε από την πόρτα του κήπου παραξενεύτηκε που το αμάξι της Κέλι δεν ήταν στην θέση του, έβαλε το κλειδί και προχώρησε στο σπίτι, όλα ήταν σκοτεινά άναψε το φως και δεν είδε κάτι περίεργο, πήγε στο σαλόνι και εκεί παρατήρησε τον δίσκο με το φαγητό στο πάτωμα και το DVD στην αναμονή, πήρε το τηλεκοντρόλ και πάτησε το play, είδε το βίντεο και η καρδιά του έφυγε από την θέση της, σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε το τμήμα, το σήκωσε η Κιμ,
‘’Αστυνομικό τμήμα πέντε της Καλιφόρνια, πως μπορώ να βοηθήσω;’’
‘’Κιμ, είμαι ο Νικ, πάρε γρήγορα τηλέφωνο τον Άρνι και τον αρχηγό να έρθουν στην αποθήκη που πήγαμε το πρωί, μην καθυστερείς , τώρα, η Κέλι ίσως κινδυνεύει’’
‘’Η Κέλι; Τι έγινε;’’
‘’Δεν ξέρω Κιμ, αλλά κάνε το τώρα’’
‘’Εντάξει, σε κλείνω’’
Ο Νικ πετάχτηκε από το σπίτι και έτρεξε με τα πόδια στην πλατεία λίγο πιο κάτω μήπως βρει ταξί, ήταν τυχερός υπήρχε ένα αυτοκίνητο για να τον πάει, μπούκαρε μέσα χωρίς λόγια και του είπε που έπρεπε να πάει, ο ταξιτζής πάτησε γκάζι και τον πήγε στον προορισμό του σε είκοσι λεπτά.

----------------------------------

Η Κέλι περπάτησε αθόρυβα μέσα στην αποθήκη, είδε τον Μπερκ, καθόταν σε μια καρέκλα στο γραφείο και κρατούσε στα χέρια του ένα όπλο, λίγο πιο πέρα ήταν η Τζίλ, έκανε λίγα βήματα ακόμα πιο μέσα και ξαφνικά άκουσε από πίσω της έναν θόρυβο, γύρισε και είδε έναν άντρα γνωστό να έρχεται κατά πάνω της με φόρα, στο χέρι του κρατούσε ένα μαχαίρι, δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, προσπάθησε να βγάλει το όπλο της από την θήκη, ήταν όμως αργά, ο Γκρίν την πρόλαβε, την χτύπησε στο κεφάλι με τόση δύναμη που έχασε τις αισθήσεις της αμέσως, την σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε στον Μπερκ
‘’Βρε, βρε, για κοίτα ποιος μας ήρθε, λίγο καθυστερημένα αλλά τα κατάφερε. Είδες Τζίλ, σου είπα ότι μέχρι το βράδυ θα σου φέρω παρέα, εσύ όμως δεν με πίστεψες’’
Η Τζίλ τον κοίταξε με τόσο μίσος ενώ ο Γκρίν έβαζε την Κέλι να καθίσει δίπλα της, έδεσε τα χέρια της και έριξε ένα ολόκληρο ποτήρι νερό στο πρόσωπό της, η Κέλι τινάχτηκε μέχρι πάνω, στην αρχή άνοιξε τα μάτια αλλά δεν κατάλαβε που ήταν, όταν το μυαλό της ξεκαθάρισε από το χτύπημα, άρχισε να θυμάται, είδε την Τζίλ, πήγε να μιλήσει την διέκοψε όμως ο Μπερκ
‘’Ντετέκτιβ, είσαι αντιδραστικός χαρακτήρας, εγώ σου είπα ότι αν έβαζες άτομο σε αυτό το μέρος θα γινόταν κάτι πολύ κακό και εσύ δεν με άκουσες. Είδες τώρα τι με ανάγκασες να κάνω; Έβγαλα το κορίτσι από το ωραίο του σπιτάκι εξαιτίας σου και επίσης μου φόρτωσες και φόνο αστυνομικού. Τώρα τι θα κάνω μαζί σου; Μπορείς να μου απαντήσεις’’
‘’Να δεις τι θα σου κάνω εγώ μόλις καταφέρω να λυθώ’’
‘’Άσε δε που με την χαζομάρα σου δεν θα μπορέσω να πετύχω και τον σκοπό μου. Τα κατέστρεψες όλα, δεν θα έχω την χαρά να δικαιωθώ’’
‘’Σου έχω μια πρόταση, ελευθερώνεις την Τζίλ, κρατάς εμένα και κατευθείαν κάνω μια συνέντευξη που θα λέω ότι έκανα λάθος με την υπόθεσή σου’’
‘’Νομίζεις ότι είναι τόσο απλό; Γελάστηκες, έπρεπε να σκεφτείς πιο καλά τις πράξεις σου πριν τις κάνεις πραγματικότητα’’
‘’Έλα Μπερκ, εμείς οι δύο θα τα βρούμε’’
‘’Αποκλείεται. Ξέρει κανένας άλλος ότι ήρθες;’’
‘’Όχι, είδα το DVD και έτρεξα αμέσως εδώ χωρίς να ειδοποιήσω κανέναν’’
‘’Ο φιλαράκος σου του FBI που είναι;’’
‘’Κάνεις πως δεν ξέρεις;’’
‘’Θα μου πεις ή θα αρχίσω από τώρα να πειράζω την φιλενάδα σου;’’
‘’Στη Νέα Υόρκη, δεν θα γυρίσει αργότερα από την Πέμπτη’’
‘’Πως και αυτό;’’
‘’Είχε ένα συμβούλιο για το πώς θα ξεπαστρεύουν κάτι ανεγκέφαλα τομάρια σαν εσένα και αποφάσισε να πάει για να σιγουρευτεί ότι δεν θα κάνει κάποιο λάθος μαζί σου’’
ο Μπερκ αγρίεψε τόσο πολύ που πήγε μπροστά της και την χαστούκισε
‘’Αυτό για να μάθεις να μιλάς’’
‘’Αλήθεια δεν μου είπες, αυτόν τον ατάλαντο δημοσιογράφο που δεν τόλμησε να με χτυπήσει κατάμουτρα τι τον έχεις εδώ;’’ ο Γκρίν πλησίασε
‘’Εγώ απλά είμαι εδώ γιατί θέλω να σε δω να υποφέρεις και μετά να πεθαίνεις με φριχτό τρόπο, όπως σου αξίζει βέβαια’’
‘’Γιατί μου αξίζει αυτό; Σου έκανα κάτι;’’
‘’Ξεχνάς όλες τις φορές που με ταπείνωσες μπροστά σε όλο τον κόσμο;’
‘’Τη δουλειά μου έκανα, δεν γίνεται όλοι οι δημοσιογράφοι να περιμένουν την συνέντευξη τύπου και εσύ να χώνεσαι με το έτσι θέλω παντού’’
‘’Δημοσιογράφος αυτό σημαίνει, να μαθαίνεις τα νέα όσο είναι φρέσκα’’
‘’Δεν αντιλέγω, αλλά μέχρι το σημείο που δεν ενοχλείς την δουλειά του άλλου’’
‘’Τι τα λέμε τώρα αυτά αφού σε λίγη ώρα δεν θα υπάρχεις, θα βρούνε το πτώμα σου και της φίλης σου, όσα κομματάκια βέβαια υπάρχουν μέσα στα συντρίμμια αυτής εδώ της αποθήκης’’
‘’Βλέπω ότι κανένας από τους δύο σας δεν έχει τα κότσια να με σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια’’
‘’Σκάσε παλιοβρόμα’’ την ξαναχτύπησε ο Μπερκ ‘’Τις έχει δέσει καλά έτσι, δεν υπάρχει περίπτωση να λυθούν;’’
‘’Μην σε ανησυχεί αυτό, με τέτοιο κόμπο ούτε όταν σκάσει η βόμβα δεν θα λυθούν’’
‘’Ωραία, πάμε να ετοιμάσουμε τα πράγματα’’ έφυγαν και άφησαν τα κορίτσια μόνα τους
‘’Κέλι, τι θα κάνουμε; Σε λίγο θα μας σκοτώσουν’’
‘’Έτσι νομίζουν, όταν με έδεσε πρόσεξα τις κινήσεις που έκανε, σε πέντε λεπτά θα έχω λυθεί’’
‘’Μα πως, δεν τον άκουσες; Δεν μπορούμε να λυθούμε’’
‘’Θα σου δείξω αμέσως τώρα τι δεν μπορούμε να κάνουμε’’ πράγματι, σε πέντε λεπτά ήταν ελεύθερη, πήγε κοντά στην Τζίλ και την έλυσε
‘’Τρέξε τώρα έξω γρήγορα, βρες ένα τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία, κουνήσου’’
η Τζίλ έφυγε με όλη της την δύναμη, η Κέλι προσπάθησε να καταλάβει προς τα πού πήγαν τα δύο καθάρματα.

-----------------------------------

Ο Νικ πλήρωσε τον οδηγό, έβγαλε το όπλο του και ξεκίνησε να μπει μέσα, στα πρώτα βήματα που έκανε είδε κάποιον να τρέχει προς τα έξω, μπήκε μπροστά στην πόρτα για να τον σταματήσει όποιος και αν ήταν, πλησίασε πιο κοντά και τότε κατάλαβε την Τζίλ, αυτή τρόμαξε μέσα στο σκοτάδι, δεν ήξερε ποιος ήταν και άλλαξε πορεία για να μην την πιάσει, ο Νικ την φώναξε
‘’Τζίλ, μην φεύγεις, ο Νικ είμαι’’ αυτή τότε γύρισε στο μέρος του και έφτασε βολίδα κοντά του
‘’Αχ! Νικ, κάνε γρήγορα, η Κέλι κινδυνεύει πολύ, κατάφερε να σώσει εμένα αλλά αυτή έμεινε για να τους αντιμετωπίσει’’
‘’Φύγε έξω από εδώ, περίμενε την αστυνομία λίγο πιο κάτω, τους ειδοποίησα, έρχονται’’ μπήκε στην αποθήκη και έψαξε την Κέλι, άκουσε από μακριά φωνές, κάποιοι μάλωναν, προχώρησε με ήρεμες κινήσεις για να μην δώσει στόχο, ξαφνικά άκουσε έναν πυροβολισμό, τρόμαξε και πετάχτηκε μπροστά, την είδε κάτω, την είχαν χτυπήσει στο χέρι, δίπλα της ήταν ένας άντρας, πεσμένος και αυτός, στο βάθος είδε έναν άντρα που έτρεχε, έσκυψε στον χτυπημένο, έπιασε τους σφυγμούς του αλλά μάταια, ήταν νεκρός, πλησίασε την Κέλι, ήταν καλά, την πονούσε αφάνταστα το χτύπημα αλλά θα άντεχε
‘’Νικ, τι κάνεις εδώ;’’
‘’Θα σου τα εξηγήσω μετά, είσαι καλά;’’
‘’Θα επιζήσω, πάρε τον Μπερκ από πίσω, θα τον πιάσεις σίγουρα, τον Γκρίν τον πρόλαβα τελευταία στιγμή πριν με πυροβολήσει, ο Μπερκ με χτύπησε και μόλις έπεσα κάτω άρχισε να τρέχει, του πρόλαβα όμως μια στο πόδι, δεν θα πάει μακριά’’ ο Νικ ξεκίνησε για να βρει τον Μπερκ, άκουσε σειρήνες να πλησιάζουν, χαμογέλασε.
Ο Μπερκ τον περίμενε και όταν πλησίασε χίμηξε πάνω του, άρχισαν να παλεύουν, στην αρχή ο μεγαλόσωμος άντρας είχε το προβάδισμα, έβαλε τον Νικ από κάτω και τον χτυπούσε αλύπητα, κατάφερε όμως και γύρισε το παιχνίδι στο μέρος του, αφού κέρδισε έδαφος ο Νικ μετά δεν ήταν τίποτα δύσκολο, του έβαλε το όπλο στο κεφάλι, του πέρασε χειροπέδες και τον σήκωσε, ο Μπερκ προσπάθησε για μια τελευταία φορά να χτυπήσει τον Νικ, άπλωσε τα χέρια του και τον έπιασε από τους ώμους για να τον ρίξει ξανά, όμως η τύχη δεν ήταν με το μέρος του, η Κέλι μόλις ήρθαν οι αστυνομικοί, σηκώθηκε και τους ακολούθησε, έτσι του έσωσε την ζωή, πυροβόλησε τον Μπερκ και τον έριξε κάτω με την μία, έπεσε και ο Νικ μαζί του, η Κέλι έτρεξε, άνοιξε τις χειροπέδες και τον βοήθησε να στηθεί στα πόδια του, ακολούθησαν οι αστυνομικοί, μάζεψαν τον Μπερκ, βγήκαν έξω στηριζόμενοι ο ένας στον άλλο, η Τζίλ τους περίμενε στο ασθενοφόρο, την είχαν πάρει για να φροντίσουν τα τραύματά της, μόλις τους είδε ήταν τόσο μεγάλη η χαρά της που λιποθύμησε, έκατσαν σε ένα κρεβάτι για τις πρώτες βοήθειες, ξύπνησαν και την Τζίλ, τους πήγαν στο νοσοκομείο.
Η Κέλι χρειαζόταν χειρουργείο αμέσως λόγω της σφαίρας που είχε φάει στο χέρι, οι άλλοι περίμεναν να τελειώσει για να σιγουρευτούν εάν ήταν όλα καλά, στην διάρκεια που περίμεναν είχαν φτάσει και όλοι οι άλλοι, τους είχαν ειδοποιήσει μόλις πήγαν στο νοσοκομείο, η Πάϊπερ, ο Ρότζερ, η Τζέμα, τον Αρχηγό τον φώναξε ο Άρνι, κάθισαν ανήσυχοι, ο Αρχηγός ξαφνικά θυμήθηκε τους γονείς της Κέλι, τους πήρε τηλέφωνο, τους εξήγησε τι έγινε, αυτοί μέσα στον ύπνο τους δεν κατάλαβαν στην αρχή ποιος ήταν και τι τους έλεγε, αλλά μόλις άκουσαν το όνομα της, την σφαίρα και το νοσοκομείο, πετάχτηκαν επάνω και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο.
Η εγχείρηση έγινε χωρίς κανένα πρόβλημα, την έβγαλαν μετά από μια ώρα και την πήγαν σε ένα δωμάτιο, ήταν τόσο εξαντλημένη που ο γιατρός τους είπε ότι δεν θα ξυπνούσε παρά μόνο μετά από μια μέρα, αλλά ήταν καλά, δεν υπήρχε κάποιος φόβος, επίσης τους επισήμανε να πάνε να ξεκουραστούνε όλοι. Ο Νικ έμεινε να περιμένει τους γονείς της Κέλι, μαζί του και ο Αρχηγός γιατί ένιωθε ένοχος στον μπαμπά της. Όταν έφτασαν τους καθησύχασαν ότι όλα ήταν εντάξει, σε δυο μέρες θα έβγαινε, πήγαν όλοι μαζί για έναν καφέ και περίμεναν να χαράξει, περίμεναν με αγωνία να ξυπνήσει η Κέλι.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Την ξύπνησε το τηλέφωνο, σηκώθηκε αμέσως και απάντησε
''Μπίσοπ, λέγεται''
''Καλημέρα ντετέκτιβ, είναι ώρα να σηκωθείς, έχει πάει έξι και μισή, δεν θέλω να χάσεις την μέρα σου, άντε σήκω, ξύπνα και τον φιλαράκο σου και ξεκινήστε'' η Κέλι άκουσε ένα κλικ και κατάλαβε ότι της είχε κλίσει το τηλέφωνο, ο Νικ είχε ξυπνήσει και αυτός, την ρώτησε
''Τι έγινε, ποιος ήταν;''
''Ο Μπερκ, μας πήρε να μας ξυπνήσει για να μην αργήσουμε. Μόνο να τον πιάσω, δεν ξέρεις τι τον περιμένει''
''Πρέπει να καίγεται πολύ για να πάρει από τόσο νωρίς, σηκώνομαι για μπάνιο''
''Εντάξει, εγώ πάω να ετοιμάσω καφέ και πρωινό, θα σε περιμένω κάτω.'' ο Νικ μπήκε στο μπάνιο και η Κέλι κατέβηκε, δεν είχε όρεξη για πολλά σήμερα έτσι έφτιαξε τοστ και έβρασε αβγά, ο Νικ κατέβηκε μετά από λίγη ώρα
''Κέλι, θέλει να πάμε και από το ξενοδοχείο να αλλάξω''
''Ξέρεις Νικ, το βαρέθηκα αυτό, δεν μαζεύεις τα πράγματά σου να έρθεις εδώ, έτσι κι αλλιώς όλη την ημέρα μαζί είμαστε και τα βράδια κοιμάσαι εδώ, γιατί να χρεώνεις την υπηρεσία τζάμπα, θα σου χρειαστούν άλλη φορά''
''Σαν να έχεις δίκιο, μην σου φορτώνομαι όμως, άλλο το να κοιμάμαι τα βράδια εδώ και άλλο να μένω εδώ''
''Αν δεν σε βολεύει τότε εντάξει κράτα το δωμάτιο''
''Όχι αγάπη μου, μην με παρεξηγείς, εγώ δεν θέλω να σου γίνω βάρος''
''Τέτοια βάρη να είχα κάθε μέρα και τι άλλο θα ήθελα, εγώ σου έκανα την πρόταση, αποφάσισε εσύ τι θα κάνεις'' ο Νικ έβαλε καφέ στην κούπα του, σερβίρισε την Κέλι και έκατσαν στα γρήγορα να φάνε, η Κέλι σε μια στιγμή τον ρώτησε
''Ξέρεις Νικ, αναρωτιέμαι τι μπορεί να μας έχει αφήσει σε εκείνο το σπιτάκι, λες να είναι παγίδα;''
''Δεν το νομίζω, για τον απλούστατο λόγο ότι ακόμα, τουλάχιστον, δεν θέλει να βλάψει εσένα, σε χρειάζεται, τώρα τι άφησε, δεν μπορώ να σου πω μέχρι να το δω''
''Καλά, συμφωνώ μαζί σου, αλλά με έχει πιάσει ανησυχία, το ένστικτό μου συχνά δεν με γελά''
''Ησύχασε, όσο πιο αγχωμένη είσαι, τόσο το χειρότερο, τελείωσα, πάω να ντυθώ να φύγουμε'' η Κέλι μάζεψε, έπλυνε τα πιάτα και ανέβηκε πάνω να ετοιμαστεί, σε είκοσι λεπτά ήταν κιόλας έξω από την πόρτα και έμπαιναν στο αυτοκίνητο, δεν κατάλαβε κανείς από τους δύο ένα μπλε ford που τους παρακολουθούσε.
Έπιασαν την λεωφόρο και λίγο αργότερα ήταν στο ξενοδοχείο, ο Νικ έτρεξε πάνω να αλλάξει, η Κέλι έμεινε για να κάνει κάποια τηλέφωνα, πήρε στο τμήμα για να θυμίσει στον Άρνι ότι θα αργήσει σήμερα, του είπε επίσης να το αναφέρει στον αρχηγό μήπως τυχόν και το είχε ξεχάσει, ενώ τον ρωτούσε για την Βάλερι για να μάθει τι έγινε φάνηκε και ο Νικ, της έκανε νόημα ότι ήταν έτοιμος να φύγουν, η Κέλι χαιρέτησε τον Άρνι και του υποσχέθηκε ότι μόλις γυρίσει και τελειώσει με τον αρχηγό θα κάτσουν να το συζητήσουν, έκλεισε το τηλέφωνο και έβαλε μπροστά την μηχανή, σε πέντε λεπτά βρισκόταν ήδη στον αυτοκινητόδρομο, πάτησε το γκάζι στα 160, άναψε και τους φάρους αλλά όχι τις σειρήνες, μετά από μια ώρα περίπου είχαν φτάσει στον προορισμό τους, βρήκαν ένα βενζινάδικο και σταμάτησαν για να ρωτήσουν που θα βρουν το σπίτι, τους έδωσαν πληροφορίες, πήρε δύο καφέδες και γύρισε στο αμάξι
''Δεν είναι πολύ μακριά, θα πάρουμε ευθεία τον δρόμο και στο τρίτο στενό θα στρίψουμε αριστερά, μετά αμέσως δεξιά και θα το βρούμε μπροστά μας. Με ρώτησε επίσης, γιατί το ψάχνουμε αφού είναι ερείπιο, έχει να κατοικηθεί δέκα χρόνια, του είπα ότι είναι το σπίτι ενός γνωστού και θέλαμε να το δούμε''
''Ωραία, καλά έκανες, ξεκίνα τώρα μπας και τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα'' προχώρησαν ευθεία όπως τους είχαν δείξει και συνέχισαν, έστριψαν αριστερά και αμέσως δεξιά και μπροστά τους βρέθηκε ένα σπίτι μισογκρεμισμένο, η Κέλι δεν καταλάβαινε γιατί τους είχε φέρει εδώ, άνοιξε το Πορτ μπαγκάζ, έβγαλε δύο φακούς, έδωσε έναν στον Νικ και έβαλε και αυτή έναν στη τσέπη της, έλεγξε αν το όπλο της ήταν γεμάτο και ετοιμάστηκαν να μπούνε μέσα όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο
''Μπίσοπ, παρακαλώ''
''Χαίρομαι που έφτασες γρήγορα, τώρα προχώρα, μπες μέσα και κατέβα στην αποθήκη, θα σε πάρω ξανά''
''Δεν μπορώ να καταλάβω τι βιόλα βαράει αυτός ο άνθρωπος, δεν τον αντέχω''
''Έλα, μην τον αφήνεις να σου τσιτώνει τα νεύρα, πάμε'' ανέβηκαν τα σκαλιά, η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, με προσοχή δοκίμασε τα ξύλα στο πάτωμα αν βαστούσαν, μόλις σιγουρεύτηκε με αργά βήματα προχώρησε, έφτασε στο σαλόνι, είχε μια πολυθρόνα και μια τηλεόραση, το προσπέρασαν και πήγαν στην κουζίνα, εκεί γινόταν ο χαμός, κατσαρίδες, ποντίκια, μύγες και κάθε λογής ζουζούνι, η Κέλι σιχάθηκε τον εαυτό της, το προσπέρασε όμως και πήγε μπροστά στην πόρτα της αποθήκης, άναψε τον φακό της και έφεξε τον χώρο, δεν υπήρχαν πολλά πράγματα, μόνο μια παλιά ντουλάπα και ένα τραπέζι, το οποίο είχε πάνω ένα κουτί, αυτό φαινόταν ολοκαίνουργιο, άρα αυτό έψαχνε, σκέφτηκε, άρχισε να κατεβαίνει, ο Νικ την ακολουθούσε αλλά γυρνούσε και πίσω για να προσέχει, πάτησε το πόδι της στο τελευταίο σκαλί και χτύπησε το τηλέφωνο
''Λέγε''
''Μην αγχώνεσαι ντετέκτιβ, δεν σου έχω βάλει παγίδα, ακόμα δεν ήρθε η ώρα σου, μόλις τελειώσεις αυτήν την υπόθεση ίσως, αλλά όχι σήμερα. Λοιπόν, έχει ένα κουτί πάνω στο τραπέζι, άνοιξέ το, σε περιμένω''
''Μπορείς να μου πεις γιατί το κάνεις αυτό;''
''Μα σου είπα, θέλω την βοήθεια σου, χωρίς αυτήν δεν μπορώ να κάνω τίποτα, άντε, άνοιξέ το'' η Κέλι πήρε το κουτί στα χέρια της, ήταν ελαφρύ, άρα αποκλείεται να ήταν βόμβα, έσπασε τον σπάγκο που ήταν δεμένο και το άνοιξε, μέσα είδε μια φωτογραφία των κοριτσιών, της Τζίλ, της Πάϊπερ και της Τζέμα, έναν χάρτη με μια τοποθεσία που ξεκινούσε από το κέντρο της Καλιφόρνια και κατέληγε σε ένα σημείο κοντά στα προάστια και ένα γράμμα, το διάβασε
''Αυτός είναι ένας χάρτης για να βρεις το στοιχείο που σε ενδιαφέρει, είναι το τελευταίο αλλά και το πιο δύσκολο, μόλις το βρεις θα καταλάβεις τι θέλω, όσο για την φωτογραφία, να είσαι σίγουρη πως αν μέχρι την επόμενη Δευτέρα δεν έχεις βγει στα κανάλια να δημοσιεύσεις αυτά που θα βρεις, ένα από αυτά τα κοριτσάκια θα πάθει κάτι πολύ κακό''''
Κάθαρμα, τι σκατά σκαρώνεις;''
''Έλα τώρα ντετέκτιβ, είναι ένας γρίφος που πρέπει να λύσεις, μόνο πρόσεχε γιατί δεν σε χωράει να κάνεις λάθη, σε αφήνω τώρα, γύρνα στο τμήμα σου, αύριο πάνε στο μέρος που σου δείχνω και κανόνισε μέχρι την Δευτέρα να έχει βγει στα κανάλια''
''Και γιατί να πάω αύριο και όχι σήμερα;''
''Για τον λόγο ότι το στοιχείο σου δεν είναι εκεί σήμερα. Α! Και μην τολμήσεις να βάλεις κάποιον να παρακολουθεί το μέρος γιατί δεν πρόκειται να βρεις το στοιχείο και επίσης η καταδίκη μιας από τις φίλες σου θα είναι δεδομένη, όλα είναι στα χέρια σου''
της έκλεισε το τηλέφωνο
''Τι άνθρωπος είναι αυτός Χριστέ μου;''
''Τι σου είπε πάλι;''
''Μου έδωσε αυτόν τον χάρτη, να πάω εκεί αύριο για να πάρω το τελευταίο στοιχείο και μέχρι την Δευτέρα πρέπει να το έχω βγάλει στα κανάλια''
''Και γιατί αύριο και όχι σήμερα;''
''Γιατί δεν το έχει αφήσει ακόμα, επίσης μου είπε να μην βάλω κάποιον να προσέχει το μέρος γιατί αν το καταλάβει τα κορίτσια θα πάθουν κάτι κακό''
''Εντάξει, πάμε και θα τα συζητήσουμε στο δρόμο'' της έκανε νόημα ότι είχε ένα σχέδιο και ότι θα της το έλεγε στο αυτοκίνητο.
Πήραν τον δρόμο του γυρισμού, μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά από το χωριό ο Νικ για να είναι σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τους ακούσει έγραψε σε ένα χαρτί
''Θα πάρουμε έναν γνωστό μου που ήταν μυστικός, έχει συνταξιοδοτηθεί τώρα, αναλαμβάνει δουλειές που δεν μπορούν οι νέοι, θα τον βάλουμε από σήμερα μέχρι αύριο να παρακολουθεί το μέρος, είναι πολύ καλός δεν πρόκειται να τον αντιληφθεί''
''Είσαι σίγουρός;''
''Απολύτως''
''Εντάξει, όταν φτάσουμε όμως στο τμήμα, θέλω να πάρω τα κορίτσια τηλέφωνο''
''Ναι, σε πόση ώρα θα φτάσουμε;''
''Σε ένα τέταρτο είμαστε στο τμήμα'' πάρκαραν και ανέβηκαν στο γραφείο, βρήκε τον Άρνι
''Γεια σου Άρνι, ο μεγάλος είναι μέσα;''
''Ναι, σε περιμένει, δεν το είχε ξεχάσει''
''Ωραία, πάω να τον ενημερώσω και μετά θα πάμε για φαγητό θα έρθεις έτσι;''
''Θα έρθω'' η Κέλι προχώρησε, μπήκε στο γραφείο και τον καλημέρισε
''Καλημέρα αφεντικό, τι κάνεις;''
''Δεν είμαι καλά, άσε με εμένα όμως, πες μου τι έγινε;''
''Τι να γίνει; Πήγαμε εκεί που μας έστειλε, βρήκαμε ένα κουτί το οποίο μέσα είχε έναν χάρτη, ένα σημείωμα και μια φωτογραφία''
''Το σημείωμα τι έλεγε;''
''Εξηγούσε τον χάρτη, ορίστε εδώ τα έχω''
''Η φωτογραφία των κοριτσιών τι σχέση έχει;''
''Διάβασε και θα δεις''
''Δεν το πιστεύω, πρώτα ο Έρικ, μετά η αντιδήμαρχος και τώρα αυτό''
''Έχουμε μια ιδέα με τον Νικ''
''Για πες μου τι κατέβασε πάλι το μυαλό σου;''
''Όχι το δικό μου, του Νικ, λοιπόν, θα πει σε έναν δικό του, ήταν μυστικός, τώρα είναι συνταξιούχος, αναλαμβάνει δύσκολες υποθέσεις, θα τον βάλουμε εκεί να παρακολουθεί το μέρος''
''Για τόσο χαζό τον περνάς τον Μπερκ; Νομίζεις ότι δεν θα το καταλάβει;''
''Είναι πολύ καλός, δεν υπάρχει περίπτωση''
''Όπως νομίζεις, κανόνισε μόνο να μην σκατώσετε την δουλειά, συνεννοηθήκαμε;''
''Ότι πεις αφεντικό, με θέλεις κάτι άλλο;''
''Μόνη σου θα πας αύριο;''
''Όχι με τον Νικ και με τον Άρνι''
''Πάρε μαζί σου και έναν των ειδικών δυνάμεων, να είμαι σίγουρος ότι δεν θα γίνει καμιά στραβή, αν πάθεις κάτι ο μπαμπάς σου θα με σκοτώσει''
''Εντάξει, θα κανονίσω να πάρω κάποιον, σε αφήνω τώρα, τα λέμε αύριο'' έφυγε και κατέβηκε στο γραφείο της, ο Νικ μιλούσε ήδη με τον πράκτορα
''Οκ, Τζεφ, πήγαινε σε εκείνο το σημείο και μόλις δεις κάτι περίεργο πάρε με τηλέφωνο'' γύρισε στην Κέλι ''Τα κανόνισα όλα, ξεκινάει σε λίγο για το μέρος που μας δείχνει ο χάρτης''
''Πολύ καλά, θα πάρω τα κορίτσια τηλέφωνο και φεύγουμε για φαγητό, θα έρθει μαζί μας και ο Άρνι.
Πήρε τα κορίτσια στη σειρά την μια μετά την άλλη, τις ειδοποίησε να προσέχουν και ότι από αύριο θα τις έβαζε σε πρόγραμμα προστασίας, μόλις τελείωσε πήρε τον αρχηγό
''Έλα αρχηγέ, εγώ είμαι πάλι''
''Τι έγινε Κέλι, πριν μισή ώρα ήσουν εδώ''
''Ναι, σου είπα και σου έδωσα όλα τα στοιχεία αλλά δεν σου ανέφερα για τα κορίτσια, από αύριο πρέπει να μπουν σε πρόγραμμα''
''Καλά, θα το τακτοποιήσω εγώ, μην σε απασχολεί εσένα''
''Ευχαριστώ αρχηγέ, γεια''
''Γεια σου Κέλι''
''Το κανόνισα, πάμε να φάμε τώρα;''
''Φύγαμε;'' βρήκαν τον Άρνι, τον πήραν και έφυγαν όλοι μαζί.
Πήγαν σε ένα κινέζικο, κάθισαν και παρήγγειλαν, ο κατάλογος δεν είχε ονόματα αλλά αριθμούς και εικόνες, έτσι η Κέλι πήρε το 24,το 53, το 59 και το 80, τα οποία ήταν, σούπα με φύκια, σούσι, ξινή πάπια σε μπουκιές και ένα ποτό δική τους κατασκευής, ο Νικ παρήγγειλε το ίδιο εκτός από το ποτό δεν το άντεχε και ζήτησε κόκα-κόλα, ο Άρνι πήρε το 12, το 23 και το 86 δηλαδή γεμιστό φίδι, σούπα και ρύζι τηγανισμένο, καθώς περίμεναν άρχισαν τη συζήτηση, μίλησαν για τον Μπερκ και μετά πήραν φόρα και αναφέρθηκαν στο πρόβλημα του Άρνι
''Τι έγινε τελικά, βρήκατε καμιά λύση;''
''Το παλεύουμε, της είπα ότι θα προσπαθήσω να διορθωθώ, δεν θα παίρνω πολλά νυχτερινά''
''Και τι έγινε, δέχτηκε;''
''Είπε ότι θα το σκεφτεί, σήμερα το βράδυ θα μου απαντήσει''
''Πολύ καλό αυτό, άρα δεν χρειάζεται να της μιλήσω''
''Όχι εντάξει, σε ευχαριστώ πάντως, θα σου το χρωστάω και σε εσένα Νικ που χωρίς να με ξέρεις με βοήθησες''
''Μιλάς σοβαρά τώρα, ότι θέλεις και αν μπορώ να σε βοηθήσω και αλλού θα το κάνω'' καθώς έτρωγαν ο Νικ σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο, ο Άρνι άρπαξε την ευκαιρία
''Λέγε, τι γίνεται με τον Νικ, σας βλέπω πολύ κοντά''
''Τι θέλεις να γίνει, τίποτα, όλα καλά''
''Μη με δουλεύεις εμένα, κάτι τρέχει μεταξύ σας''
''Πως σου ήρθε αυτή η ιδέα;''
''Θα μου πεις ή θα ρωτήσω τον ίδιο;''
''Εντάξει, δεν θα με κάνεις ρεζίλι, έχουμε κάτι αλλά δεν ξέρω ακόμα που θα καταλήξει, είναι νωρίς ακόμα''
''Ταιριάζετε πολύ, να τον κρατήσεις, είναι ο καλύτερος από όλους τους άλλους που έχεις μπλέξει''
''Άρνιιι, σκασμός τώρα, έρχεται''
''Τι λένε εδώ τα παιδάκια;''
''Τι να λέμε, συνεχίζουμε με την κατάσταση του Άρνι και πως θα ξεμπλέξει''
''Νόμιζα ότι το λύσαμε αυτό''
''Τώρα το λύσαμε στα σίγουρα. Λοιπόν, πληρώνουμε και γυρνάμε στη δουλειά;''
''Ναι, παρακαλώ τον λογαριασμό''
''Αμέσως'' τους τον έφερε, πλήρωσαν και έφυγαν, μόλις έφτασαν στο τμήμα ξεκίνησαν την δουλειά, είχαν πάρει καινούργια στοιχεία για τα άλλα δύο πτώματα και έπρεπε να τα αναλύσουν, κάθισαν για ώρες οι τρείς τους και μελετούσαν, σε κάποια στιγμή ο Άρνι είδε το ρολόι και βλαστήμησε την ώρα που δεν είχε βάλει ειδοποίηση, ήταν εννιά, τα μάζεψε στα γρήγορα, τους χαιρέτησε και τσακίστηκε να πάει στο σπίτι, η Κέλι και ο Νικ έμειναν λίγο ακόμα, φτάνοντας στο σπίτι χτύπησε το τηλέφωνο του Νικ
''Τζόουνς''
''Εδώ, Κερκ, έχουμε αύριο το μεσημέρι συνάντηση με τον Πρόεδρο, πάρε την πτήση των οχτώ, σου έκλεισα θέση, είναι ζήτημα υψίστης σημασίας''
''Εντάξει, αύριο το μεσημέρι θα είμαι εκεί''
''Τι έγινε, που θα είσαι αύριο το μεσημέρι;''
''Στην Νέα Υόρκη, έρχεται ο Πρόεδρος, έχουμε σημαντικό συμβούλιο''
''Και τέτοια ώρα βρήκαν να σου το πούνε;''
''Τώρα κανονίστηκε, θα φύγω αύριο το πρωί, κατά τις οχτώ, μου έκλεισαν θέση''
''Εδώ τι θα γίνει; Φτάνουμε στο τέλος''
''Σήμερα είναι Δευτέρα, έχουμε ακόμα μια βδομάδα, εγώ σε δύο βαριά τρείς μέρες θα έχω γυρίσει''
''Εντάξει, δηλαδή θέλει να ξυπνήσουμε στις έξι και μισή''
''Θα ξυπνήσω εγώ, εσύ κοιμήσου''
''Δεν το συζητάω, μόνο θα μου αφήσεις το τηλέφωνο του ανθρώπου που έβαλες να παρακολουθεί, για να μιλήσω μαζί του''
''Θα σου το δώσω, πάμε τώρα μέσα για να προλάβουμε να κοιμηθούμε λίγο'' αφού μπήκαν στο σπίτι, έκαναν ένα μπάνιο και έπεσαν και οι δύο ξεροί στο κρεβάτι.
Το ίδιο μπλε ford που τους ακολουθούσε από το πρωί ήταν στημένο λίγο πιο κάτω από το σπίτι, περίμενε να έρθει το πρωί με ανυπομονησία.

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Ξύπνησαν το πρωί κατά τις δέκα, ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ τον ύπνο που δεν ήθελαν να σηκωθούν από το κρεβάτι, κάποια στιγμή το πήρε απόφαση ο Νικ και πήγε να κάνει μπάνιο, η Κέλι άνοιξε την τηλεόραση να χαζέψει μέχρι να μπει και αυτή με την σειρά της, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό κάθισε και είδε κινούμενα σχέδια, σήμερα ένιωθε σαν μικρό παιδί, ήθελε να την νταντέψουν, σκέφτηκε τη μαμά και τον μπαμπά της, είχε καιρό να τους επισκεφθεί, τόνισε στον εαυτό της να ρωτήσει τον Νικ αν θέλει να πάνε αύριο μια βόλτα, εμφανίστηκε από το μπάνιο με μια πετσέτα μόνο, τα νερά έσταζαν πάνω στο σώμα του και γυάλιζαν από το φως που έμπαινε από το παράθυρο, πήγε κοντά της
''Τι κάνεις εδώ εσύ; Σου έλειψα καθόλου;''
''Καθόλου, θα φάμε τίποτα;''
''Τι τραβάει η όρεξή σου;''
''Ότι θέλεις εσύ, πάω να κάνω ένα μπανάκι και όταν έρθω κανόνισε να είναι ήδη εδώ'' τον φίλησε στην μύτη και έφυγε, άνοιξε το ντουζ και κάθισε από κάτω για πολλή ώρα, με το που τελείωσε ένιωθε αναζωογονημένη, μπήκε στην τραπεζαρία και είδε ότι μόλις είχαν φέρει το πρωινό, ο Νικ είχε κάνει παραγγελία τοστ, φρυγανιές, βούτυρο, γάλα, μαρμελάδα, μέλι, χυμό και καφέ, η Κέλι τα είδε και της άνοιξε η ψυχή, δεν κρατήθηκε πολύ μόλις έφυγε το παιδί όρμησε στο τραπέζι, χωρίς καν να τον περιμένει ξεκίνησε άλειψε μερικές φέτες με βούτυρο και μέλι, άλλες με μαρμελάδα, χάθηκε μέσα στην όαση, ο Νικ την κοιτούσε παράξενα χωρίς να κάνει τίποτα, μετά από λίγο πήρε την απόφαση και της είπε
''Εκτός από αχόρταγη το βράδυ είσαι και το πρωί βλέπω''
''Έλα κάτσε, ακόμα δεν ξεκίνησα, τα ετοίμασα όλα για να μην παιδευόμαστε μετά, να τα φάμε κατευθείαν, άντε πεθαίνω της πείνας'' ο Νικ γέλασε με την καρδιά του από τον τρόπο που φερόταν η Κέλι
''Γιατί γελάς, τι έκανα;''
''Τίποτα, απλά με διασκεδάζει ο τρόπος σου, θα βάλεις καφέ;''
''Εχω βάλει ήδη, άντε κάτσε'' ο Νικ κάθισε και δεν μίλησε περίμενε να τελειώσει ο παραλογισμός της Κέλι, ξεκίνησε να τρώει και μόλις είδε ότι ηρέμησε λίγο την ρώτησε
''Κέλι μου, είσαι καλά, φέρεσαι λίγο παράξενα''
''Γιατί πρέπει να έχω κάτι; Είμαι ξεκούραστη, ευτυχισμένη και νιώθω σαν μικρό παιδί σήμερα. Είναι κακό;''
''Όχι, προς θεού, απλά παραξενεύτηκα με το φέρσιμό σου''
''Είμαι καλά, σήμερα δεν έχω δουλειά και θα περάσουμε τέλεια''
''Εντάξει, έλα να τελειώσουμε το πρωινό και να πάμε να μου δείξεις τα αξιοθέατα της πόλης, τόσες φορές έχω έρθει για δουλειά αλλά δεν έτυχε να τριγυρίσω''
''Ωραία, θα σε πάω όπου θέλεις, μόνο να σε ρωτήσω κάτι;''
''Βεβαίως, πες μου''
''Ξέρεις, πιθύμησα τους γονείς μου, μήπως θα ήθελες αύριο να περάσουμε μια βόλτα; Μην σε ανησυχεί για το τι θα πούνε, είναι απλό, είσαι συνεργάτης μου και σου κάνω μια περιήγηση στον τόπο μας''
''Δεν με πειράζει καθόλου, ίσα-ίσα θα μάθω και πως ήσουν μικρούλα''
''Σίγουρα, αν μπλέξεις με τον μπαμπά μου, θα σου πει όλη την ιστορία της ζωής μου''
''Καλά, άσε τώρα το αύριο, σήμερα που θα πάμε;''
''Τι λες να σε πάω μια βόλτα στο Αλκατράζ; Σου αρέσει η ιδέα;''
''Δεν θα έλεγα όχι, είναι κάτι που ήθελα να δω από καιρό''
''Τελειώνουμε το φαγητό, ντυνόμαστε, πεταγόμαστε στο σπίτι, αλλάζω και φεύγουμε για Αλκατράζ, οκ;''
''Οκ, πάω να ντυθώ''
''Έρχομαι και εγώ'' σε ένα τέταρτο ήταν και οι δύο έτοιμοι για να πάνε στο σπίτι της Κέλι, μόλις έφτασαν μπήκαν γρήγορα-γρήγορα μέσα, η Κέλι ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα, μέσα στην βιασύνη της πάλι χτύπησε στην καρέκλα που ήταν δίπλα στην ντουλάπα, το παράβλεψε και μπήκε να διαλέξει τα ρούχα της, βρήκε μια λινή παντελόνα, ένα μπλουζάκι που τόνιζε το ντεκολτέ της, βάφτηκε ελαφρά και ήταν έτοιμη, κατέβηκε, ο Νικ την περίμενε βλέποντας ειδήσεις, είχε απορροφηθεί και δεν την κατάλαβε, πήγε από πίσω του και τον αγκάλιασε, ο Νικ πετάχτηκε μέχρι επάνω
''Με πέθανες δεν σε κατάλαβα που κατέβηκες, ήμουν αφοσιωμένος στην τηλεόραση''
''Τι βλέπεις με τόση προσοχή;''
''Μιλούσαν για την υπόθεσή μας, είναι λέει αγανακτισμένοι που δεν έχουμε βρει ακόμη κάτι''
''Έλα τώρα Νικ, ξέρω ότι η υπόθεση είναι σοβαρή, μην ξεχνάς ότι είναι και προσωπική δική μου, αλλά σήμερα και αύριο δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα για αυτό, μετά από τόσον καιρό περνάω τόσο ωραία...''
''Με συγχωρείς, πάμε να φύγουμε και τα βλέπουμε ξανά την Δευτέρα'' μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν ,η πρύμνη που έπαιρνες το καραβάκι ήταν μισή ώρα δρόμος με το αυτοκίνητο από το σπίτι της, κάθε μια ώρα είχε δρομολόγιο για το Αλκατράζ, απόλαυσαν την διαδρομή μέχρι να φτάσουν, άφησαν το αυτοκίνητο στο παρκινγκ και πήγαν να πάρουν το καραβάκι, η θάλασσα ήταν όμορφη και τους κουνούσε σαν μαμά το παιδί της στην κούνια, τόσο απαλά, μόλις πάτησαν το πόδι τους στην στεριά ο ξεναγός τους περίμενε, τους μάζεψε όλους και ξεκίνησαν την περιήγηση, τους έδειξε τα κελιά, τα γραφεία των αστυνομικών, το ιατρείο, τους έβαλε σε ένα κελί και τους κλείδωσε μέσα για δέκα λεπτά για να καταλάβουν πως μπορεί να ένιωθαν οι φυλακισμένοι, το πιο ανατριχιαστικό ήταν ο διάδρομος και το δωμάτιο της ηλεκτρικής καρέκλας, σου έφερνε ένα ρίγος και δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί, ύστερα τους έβγαλε στο προαύλιο, τριγύρισαν για αρκετή ώρα ώσπου άκουσαν το φουγάρο από το καραβάκι, μαζεύτηκαν ξανά όλοι επιβιβάστηκαν και γύρισαν πίσω.
Η ώρα ήταν μία και μισή όταν έφτασαν, ο Νικ και η Κέλι αποφάσισαν να πάνε για φαγητό στην οδό Τζάμπερ η οποία είχε πολλά εστιατόρια και επίσης υπήρχε το μεγαλύτερο παζάρι στην πόλη, κάθισαν έφαγαν, συζήτησαν και αργότερα έκαναν την βόλτα τους, η Κέλι αγόρασε κάποια πράγματα για το βραδινό τους που είχε υποσχεθεί στον Νικ ότι θα του ετοίμαζε, πήγαν για έναν καφέ σε μια παραλιακή καφετέρια και πέρασαν την περισσότερη ώρα τους γελώντας και βγάζοντας φωτογραφίες, σε κάποια στιγμή αποφάσισαν να φύγουν για να ξεκουραστούν λίγο, έφτασαν στο σπίτι, ήταν έξι η ώρα, η Κέλι έβαλε καφέ να γίνεται και έβαλαν στην τηλεόραση να δούνε το Jeopardy, ήταν το αγαπημένο τηλεπαιχνίδι και των δύο όταν προλάβαιναν να το δούνε, ήπιαν τον καφέ τους και η Κέλι αποφάσισε πριν ξεκινήσει το μαγείρεμα να πάρει τηλέφωνο την Τζίλ για να δει πως είναι η ψυχολογία της, σχημάτισε τον αριθμό και περίμενε να το σηκώσει''
''Παρακαλώ''
''Έλα κορίτσι μου, τι γίνεται, είσαι έτοιμη για την μεγάλη βραδιά;''
''Κέλι, σε σκεφτόμουν, έχω πολύ άγχος, αλλά προσπαθώ να είμαι συγκρατημένη''
''Το ήξερα, για αυτό σε πήρα, τι ώρα είναι το ραντεβού;''
''Στις εννιά θα έρθει να με πάρει''
''Ωραία, ντύσιμο και τα λοιπά τα τακτοποίησες ή θα περιμένεις πάλι τελευταία στιγμή;''
''Είναι όλα έτοιμα, θα σε αφήσω τώρα, πρέπει να κάνω μπάνιο και να ετοιμαστώ, θα σε πάρω αύριο το πρωί''
''Εντάξει γλυκιά μου, θα περιμένω''
Πήγε στην κουζίνα και άρχισε το μαγείρεμα, θα έκανε αρνάκι στο φούρνο με μακαρονάκι, μια σαλάτα δική της επινόησης μεν αλλά με βασική συνταγή την Ceasar's, όταν τελείωσε είχε πάει δέκα η ώρα, φώναξε τον Νικ αλλά αυτός δεν απάντησε, πήγε στο σαλόνι και είδε ότι τον είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, πήγε κοντά του και του έδωσε ένα φιλί για να τον ξυπνήσει, με το που ένιωσε το φιλί ο Νικ άνοιξε τα μάτια του και την είδε από πάνω του να τον κοιτάζει, σηκώνει τα χέρια του την αρπάζει και την ρίχνει στην αγκαλιά του, η Κέλι άρχισε να διαμαρτύρεται
''Νικ, θα κρυώσει το φαγητό, μην αρχίζεις τα χαζά, θα φάμε και μετά θα παίξουμε''
''Μου την χαλάς πολύ, αλλά τέλος πάντων, θα το αντέξω'' σηκώθηκε και πήγαν και οι δύο στο τραπέζι, είδε το αρνάκι με το μακαρονάκι στην πιατέλα και του άνοιξε κατευθείαν η όρεξη
''Το φαγητό φαίνεται θεσπέσιο, η σαλάτα τι έχει μέσα;''
''Λοιπόν, έχει μαρούλι, κοτόπουλο, κρουτόν, κρεμμυδάκι, αυγό, λεμόνι, λάδι, αλάτι και την ειδική σάλτσα που κάνω με αυγό σε σκόνη, λίγο άνηθο, μαγιονέζα και πολλή λίγη μουστάρδα. Έλα δοκίμασε, θα σου αρέσει''
''Θα κάνω μια προσπάθεια και ελπίζω να μην τρέχω στο νοσοκομείο''
''Έλα βρε χαζούλη, που θα τρέχεις, δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;''
''Να το σκεφτώ λίγο;''
''Δοκίμασε τώρα, γιατί αλλιώς θα το φάω όλο μόνη μου και δεν θα προλάβεις τίποτα''
''Καλά, καλά, δοκιμάζω'' έβαλε μια μπουκιά από την σαλάτα στο στόμα του και...
''Μμμμμμμμμμμμ! Έκανα λάθος τελικά είναι πεντανόστιμη''
''Είδες που σου έλεγα;''
''Παραδίνομαι, κάτσε τώρα να δοκιμάσω και το αρνάκι σου, είναι τέλειο''
''Επιτέλους ένα καλός λόγος'' συνέχισαν το φαγητό, μόλις τελείωσαν μάζεψαν το τραπέζι και έπλυναν μαζί τα πιάτα, ύστερα πήραν το κρασί, πήγαν και κάθισαν μπροστά στο τζάκι, συζητούσαν και τους ακολουθούσε μια απαλή μουσική που είχαν βάλει να παίζει, το βράδυ τους άφησε και τους βρήκε το πρωί μπροστά στο τζάκι να κοιμούνται αγκαλιασμένοι...

------------------------------------------------------

Η Τζίλ περίμενε με ανυπομονησία τον Ρότζερ να έρθει να την πάρει, δεν θα άντεχε για πολύ, από το άγχος της είχε κάνει τρύπα στο πάτωμα με το πέρα δώθε, κάποια στιγμή χτύπησε το κουδούνι, έτρεξε με φόρα και πριν φτάσει στο θυροτηλέφωνο σκόνταψε στο χαλί και έπεσε, μαρτύρησε την ώρα και την στιγμή που ήταν τόσο ανυπόμονη, μονολογούσε από μέσα της
''Τι χαζή που είμαι, λες και δεν ξέρω τον Ρότζερ, κάνω σαν δεκαεξάχρονο στο πρώτο του ραντεβού'' σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει, πάτησε το κουμπί και είπε στον Ρότζερ ότι κατεβαίνει, έβαλε το παλτό της και κατέβηκε.
Μόλις την είδε θαμπώθηκε, φορούσε ένα φουστάνι μακρύ μαύρο, είχε τα μαλλιά της μαζεμένα και κάτι σκουλαρίκια που της έφταναν μέχρι τον ώμο
''Αγάπη μου, τι όμορφη που είσαι, σήμερα λάμπεις''
''Ευχαριστώ Ρότζερ'' του είπε και τον φίλησε, μπήκαν στο αμάξι και ξεκίνησαν για το εστιατόριο, έφτασαν και άφησαν το αυτοκίνητο στο παιδί, μπήκαν μέσα και τους υποδέχτηκε η σάλα η οποία ήταν τόσο αρχοντική που η Τζίλ θαμπώθηκε
''Τι γλυκός που είσαι μωρό μου, τι όμορφο μέρος είναι αυτό''
''Τα πάντα για το κορίτσι μου''
''Σ' αγαπώ πολύ-πολύ''
''Και εγώ, έλα πάμε τώρα, μας περιμένει το τραπέζι μας'' πέρασαν μέσα, ο μετρ τους τακτοποίησε σε ένα τραπέζι όχι πολύ κεντρικό και τους έβαλε να καθίσουν, τους έφερε το κρασί, έβαλε λίγο στο ποτήρι του Ρότζερ, αυτός δοκίμασε λίγο, έγνεψε καταφατικά και έτσι ο σερβιτόρος σέρβιρε και τους δύο, παρήγγειλαν σολομό και θαλασσινά. Η ώρα πέρασε και αφού έφαγαν ο Ρότζερ φώναξε τον σερβιτόρο για να απασχολήσει για λίγο την Τζίλ μέχρι να βάλει το δαχτυλίδι στο ποτήρι της, μετά του έκανε νόημα ότι ήταν εντάξει και της είπε
''Έλα αγάπη μου να κάνουμε μια πρόποση στην αγάπη μας'' σήκωσαν τα ποτήρια, τα τσούγκρισαν και ήπιαν, της Τζίλ της έκατσε κάτι στο στόμα, το έβγαλε και κοίταξε το χέρι της, σήκωσε το κεφάλι της στον Ρότζερ, αυτός της πήρε το δαχτυλίδι από το χέρι, το καθάρισε με την πετσέτα, πήγε κοντά της, γονάτισε και της είπε
''Τζίλιαν Ντόνα Γουόλς, θα μου κάνεις την τιμή να γίνεις η γυναίκα της ζωής μου;'' η Τζίλ είχε δακρύσει από την ευτυχία της, σκούπισε τα μάτια της και του απάντησε
''Ναι, Ρότζερ Αλεξάντερ Κάροου, θα γίνω'' τον αγκάλιασε και τον φίλησε, όλο το εστιατόριο τους κοιτούσε και μόλις είπε το ναι η Τζίλ άρχισαν να χειροκροτούν.
Το υπόλοιπο βράδυ τους το πέρασαν ήσυχα, συζητώντας για την ζωή που τους περίμενε...

------------------------------------------

Η Κέλι σηκώθηκε γιατί άκουσε τα τελευταία ξύλα στο τζάκι να καταρρέουν από την στοίβα τους και να καταλήγουν κάρβουνα, σηκώθηκε έβαλε άλλα δύο να καίγονται και ξάπλωσε ξανά, αγκάλιασε τον Νικ, αυτός άνοιξε τα μάτια του και την χαιρέτησε
''Γεια σου, τι κάνεις εσύ εδώ;''
''Νικ, με κοροϊδεύεις ακόμα δεν ξύπνησες;''
''Σε πειράζω, έλα εδώ να σου κάνω παιχνιδάκια''
''Δεν θα μου κάνεις παιχνιδάκια, σήκω να πιούμε καφέ και να φύγουμε, θα πάμε στην Λέγκολαντ και μετά θα περάσουμε από τους γονείς μου, κατευθείαν για φαγητό θα τους πιάσουμε''
''Εντάξει, ζαβολιάρα''
''Άντε σήκω'' μπήκαν και οι δύο και έκαναν μπάνιο μαζί, ήπιαν τον καφέ τους και ετοιμάστηκαν να φύγουν.
Έκαναν μια ώρα για να φτάσουν στο πάρκο, με το που μπήκαν μέσα τους τύλιξε η ζεστασιά του κόσμου των παιδιών, έπαιξαν και αυτοί με την καρδιά τους, τρενάκι, στο πλοίο των πειρατών, βγήκαν φωτογραφίες με τους ήρωες της Ντίσνεϋ, είδαν το σόου με τις φάλαινες και τις φώκιες και μόλις κατάλαβαν ότι ήταν εξαντλημένοι αποφάσισαν να φύγουν, μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το σπίτι των γονιών της Κέλι.
Έφτασαν, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και φώναξε
''Είναι κανείς εδώ;'' η μαμά της βγήκε από την κουζίνα και έτρεξε να την αγκαλιάσει
''Κέλι, πόσο μου έλειψες μωρό μου, για να σε δω λίγο''
''Έλα μαμά, δεν έχεις να με δεις και κανένα χρόνο, πάνε δύο βδομάδες μόνο''
''Χαίρομαι που σε βλέπω, να δεις πως θα κάνει ο πατέρας σου. Ο φίλος σου ποιος είναι;''
''Ο Νικ, είναι συνεργάτης μου και τον ξεναγώ στα μέρη μας, Νικ από εδώ η μητέρα μου, η Έλεν''
''Χάρηκα Έλεν, μου επιτρέπεις να σου μιλάω στον ενικό έτσι;''
''Βεβαίως, καλώς ήρθες στο σπίτι μας, ελάτε μέσα, μας προλάβατε ακριβώς στο φαγητό''
''Τι σου έλεγα;'' του έκανε με ένα νόημα η Κέλι, μπήκαν στην κουζίνα και εκείνη την ώρα ερχόταν ο μπαμπάς της από τον κήπο, έτρεξε και τον αγκάλιασε, έκανε τις συστάσεις με τον Νικ και κάθισαν να φάνε, ο Πίτερ άρχισε να αφηγείται ιστορίες από την θητεία του στην αστυνομία και μετά το γύρισαν στα παιδικά χρόνια της Κέλι, η ώρα πέρασε και δεν κατάλαβαν ότι είχε πάει έξι, αφού ήπιαν και τον καφέ τους η Κέλι ανέφερε ότι ο Ρότζερ έκανε πρόταση γάμου στην Τζίλ και έπρεπε να την πάρει τηλέφωνο να δει τι έγινε, η Έλεν χάρηκε τόσο πολύ που ήθελε να της μιλήσει και αυτή, την πήραν, η Τζίλ, τους είπε με το νι και με το σίγμα το τι έγινε, αργότερα έκλεισαν το τηλέφωνο και πήγαν ξανά μέσα, η Κέλι είπε στον Νικ να σηκωθεί για να φύγουνε, τους αποχαιρέτησαν και ξεκίνησαν για το σπίτι. Πέρασαν το υπόλοιπο βράδυ αγκαλιασμένοι μπροστά στην τηλεόραση με ένα μπουκάλι κρασί.